|
Στο δάσος της Ελατιάς και κυρίως στο Παρθένο δάσος , συναντάμαι κωνοφόρα μοναδικά στο είδος τους, ύψους έως και 60 μέτρων ηλικίας 300 ετών καθώς και ποικιλία πανίδας από λαγούς μέχρι και καφέ αρκούδα. Το 1980 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και θεωρείται Ευρωπαϊκός Δρυμός. Μέχρι το 1923 στην οροσειρά της Ροδόπης ζούσαν Σαρακατσάνοι ενώ υπήρχαν και οικισμοί με μουσουλμανικό πληθυσμό. Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης , έγινε ανταλλαγή μουσουλμανικού πληθυσμού με Ελληνες του Πόντου. Οι Σαρακατσάνοι δημιουργούν στην περιοχή "τσελιγκάτα" και ζουν εκεί έως και την εποχή του μεσοπολέμου. Οι δε Ελληνες του Πόντου , που εγκαταστάθηκαν νοτιότερα των Σαρακατσάνων , ζουν ακόμη και σήμερα εκεί... Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο πολλά χωριά (θησαυρός, Πετρότοπος, Πλακόστρατο, Βουνοχώρι, Κλειστά), ερήμωσαν γιατί ήταν άγονα και δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, σχολεία, γιατρός. Ο Καλίκαρπος, οι Παπάδες, το Σιδηρόνερο και η Σκαλωτή κατοικούνται ακόμη και σήμερα
ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΘΕΑ ΤΗΣ ΣΚΑΛΩΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Προπολεμικά στα Κλειστά υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου η οποία όμως κάηκε μαζί με όλο το χωριό, από τους Βούλγαρους το 1944. Λίγο μετά το 1950 δύο βοσκοί , θείος και ανηψιός , πηγαίνανε τρόφιμα στο κοπάδι τους μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή ο ανηψιός λέει στο θείο του, <<περίμενε εδώ στην άκρη για να περάσει το άλογο με τον αναβάτη του>>. Ο θείος του , τον ρωτά <<ποιό άλογo; δε βλέπω κανένα άλογο>> Να αυτό του λέει ο ανηψιός του με τον Αγ. Δημήτριο. Αυτή η ιστορία που ακόμη και σήμερα ακούγεται από τα στόματα των Σκαλωτιανών ήταν η αφορμή , το 1995 να ξεκινήσουν την ανέγερση του Ναού του Αγίου Δημητρίου ακριβώς εκεί όπου προπολεμικά ήταν χτισμένος. Το "πέτρινο" είναι το καινούργιο εργοτάξιο της δασικής υπηρεσίας όπου μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει αφού πρώτα πάρει άδεια από την εν λόγω υπηρεσία.
ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΟΤΑΝ ΖΑΓΚΡΑΝΤΕΝΙΑ
Με 4Χ4 στη Δυτική Ροδόπη Περιοδικό DRIVE Αύγουστος 1998 «Εκατόν πενήντα δύο άτομα μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο με καρδιαγγειακά και αναπνευστικά προβλήματα... Ο καύσωνας αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι και την Παρασκευή... Προβλήματα στις αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, λόγω της μαζικής εξόδου για διακοπές...». Πρώτη φορά που το ραδιόφωνο έπιανε ελληνικό και όχι βουλγαρικό σταθμό, κι αμέσως φρόντιζε να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα. Στην οθόνη του κινητού, που κι αυτό για πρώτη φορά είχε σήμα, εμφανίστηκε το καταραμένο φακελάκι να αναβοσβήνει: «Έχετε 14 νέα μηνύματα, που δεν έχετε ακούσει». Από τη δουλειά, φυσικά, τα περισσότερα... Μέσα στο αυτοκίνητο, ο κλιματισμός έδινε άνιση μάχη με τη λαύρα του κάμπου και τις εξατμίσεις των φορτηγών, που προσπερνούσες, προσπερνούσες και τελειωμό δεν είχαν. Welcome back to civilization! Βρε παιδιά, που γυρίζουμε; Το σκεφτήκατε καλά; Τρεισήμισι μέρες είχαμε περάσει μόνο στα βουνά, αλλά ήταν μέρες... ταχείας φόρτισης. Οι μπαταρίες μας είχαν γεμίσει μέχρι σκασμού. Και το μυαλό μας είχε αδειάσει. Ξέρετε τι είναι να κοιμάσαι σε χειμωνιάτικο σλίπινγκ-μπαγκ, να περιβάλλεσαι από παρθένα φύση αντί τσιμέντο, να βλέπεις μόνο τα αυτοκίνητα της δικής σου «αποστολής», να ακούς πουλιά και έντομα αντί εξατμίσεις «4 σε 1» και ραπ στη διαπασών, να μυρίζεις άρωμα χόρτου και λουλουδιών αντί καυσαέριο... Τι θέμα να κάνουμε για τον Αύγουστο; Σύσκεψη της σύνταξης, αρχές Ιουλίου, και τα μυαλά όλων στο πρόγραμμα «στύψιμο». Βαρύγδουπες, επιστημονικές δοκιμές, πολύπλοκα τεχνικά, «καυτές» έρευνες...όλα ‘out’. Ποιος διαβάζει τέτοια πράγματα στις διακοπές του; Κάτι σχετικό με θάλασσα... αλλά τι; «Για φουσκωτά», επέμενε ο Τσάδαρης, με το πάθος του... νεοφώτιστου. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει πιο συγκεκριμένο, να το συνδέσει κάπως με το χαρακτήρα του περιοδικού. Περιοδικό αυτοκινήτου είμαστε, οι «οδηγίες ρυμούλκης και καθέλκυσης» προφανώς δεν θα μας κάλυπταν... Έξω λοιπόν η θάλασσα. Βουνό, αντιπρότεινε κάποιος. Με τζιπ φυσικά. Αυτό σίγουρα έδενε καλύτερα, αλλά δεν το είχαμε ξανακάνει πέρσι το Γενάρη; Έπρεπε, ως εκ τούτου, το concept, η σύλληψη να είναι διαφορετική. Πρώτον, θα έπρεπε να πάμε σε άλλα βουνά, και όχι πάλι στα Άγραφα και την Πίνδο. Δεύτερον το κομμάτι θα έπρεπε να είναι πιο πολύ οδοιπορικό παρά δοκιμή αυτοκινήτων (Αύγουστος γαρ ). Και τρίτον, τα τζιπ δεν θα ήταν τώρα τόσα πολλά, αφού και λειψανδρία αντιμετωπίζαμε, λόγω της εποχής των αδειών, και δεν είχαμε φροντίσει να εξασφαλίσουμε τα 4Χ4 αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα να μας έχουν προλάβει διάφοροι άνθρωποι των εταιριών, αλλά και συνάδελφοι που προγραμματίζουν από καιρό τις... διακοπές τους. Τελικά, το δείγμα των τεσσάρων αυτοκινήτων που συγκεντρώσαμε ήταν σχετικά αντιπροσωπευτικό: Ένα καθαρόαιμο τζιπ, ΤΟ Jeep, το Wrangler (και μάλιστα soft-top) για ν’ ανοίγει το δρόμο, ένα θηριώδες πεντάθυρο Toyota Land Cruiser 90, σε ρόλο κουβαλητή και οπισθοφυλακής για κάθε ενδεχόμενο (μας χρησίμευσε πολλαπλώς, όπως θα δείτε), ένα Daihatsu Terios 1.3 για να διαπιστώσουμε αν μπορεί ν’ ανταποκριθεί ένα μικρό 4Χ4 «Ελεύθερου Χρόνου» στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αποστολής, και βέβαια -αφού ο Μάρτης δεν μπορεί να λείπει από τη Σαρακοστή- ένα Suzuki Grand Vitara V6, σαν εκπρόσωπος της πιο καλοπουλημένης οικογένειας 4Χ4 στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η αρχική ιδέα ήταν να ανέβουμε στον Όλυμπο και σε άλλες ψηλές κορυφές, όπως είχε κάνει πρόσφατα το αδελφό περιοδικό ΜΟΤΟ. Ο Διευθυντής Σύνταξής του, όμως, ο Βασίλης Καραχάλιος, δεν ήταν της γνώμης: «Θα φανεί σαν φτωχή αντιγραφή, καλύτερα να πάμε σ’ ένα μέρος πιο άγνωστο, όπως η Δυτική Ροδόπη». «Ο Καραχάλιος; Πάλι;». Πικρόχολος ο Τσάδαρης, που είχε απορριφθεί η δική του ιδέα περί φουσκωτών, άρχισε να λέει ξανά τις γνωστές του ειρωνείες περί «Καραχαλιάδας Νο. 2» (η Νο. 1 ήταν το κομμάτι για την Πίνδο με τα δεκατρία τζιπ), αλλά βέβαια ήξερε πολύ καλά πως δεν υπήρχε άλλος που να ταίριαζε τόσο στο πνεύμα και να γνώριζε τα μέρη σε τέτοιο βαθμό, που να έχει έτοιμο road book, πλήρες και λεπτομερειακό, για όλες τις διαδρομές πάνω στο βουνό! Άλλωστε ο ίδιος ο Τσάδαρης, δεν θα ερχόταν, όπως και κανείς άλλος από το DRIVE πλην του υπογράφοντος, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων για το περιοδικό, οπότε έπρεπε να στραφούμε σε φίλους ειδικούς και πεπειραμένους. Προσκλήθηκε, λοιπόν, να συμμετάσχει στην αποστολή ο Πάνος Βάης, παλιός πρωταθλητής enduro, ορειβάτης, σκιέρ και όλα τα συναφή, καθώς και ο Παναγιώτης Σίδερης, διοργανωτής αγώνων, «ζυμωμένος» με τα 4Χ4 και γενικά άνθρωπος κι αυτός της περιπέτειας. Όλοι συν ταις γυναιξί, βέβαια, γιατί το να κάνεις 2000+ χιλιόμετρα μέσα σ’ ένα τζιπ και να μένεις μόνος σου σε σκηνή τη νύχτα δεν λέει... Αυτά περί προορισμού και σύνθεσης. Ακολουθούσε η φάση «εξοπλισμός». Δώστε βάση κι εσείς, όσοι κάνατε όρεξη για παρόμοιες διαδρομές σε έρημα βουνά: 1. Κτηνώδεις ιμάντες ρυμούλκησης (2). Όχι ρυμούλκες Ι.Χ. ! 2. Καλώδια μπαταρίας. 3. Φτυάρι. 4. Κάνιστρα (2) για επιπλέον βενζίνη. 5. Σχοινί. 6. Πριόνι και τσεκούρι. 7. Εργαλεία διάφορα. Έτσι έγραφε επί λέξη το ενημερωτικό bulletin, που μοιράστηκε στους συμμετέχοντες. Και συνέχιζε παρακάτω: Προσωπικός εξοπλισμός για διαμονή στο ύπαιθρο (και κανένα μπουφανάκι, ε;!). Παραλείπω τα περί προμηθειών σε φαγώσιμα και σκεύη, για να κλείσω το κεφάλαιο με τα τρία ων ουκ άνευ: Δοχεία για νερό (μεγάλα), ψυγεία πάγου και σακούλες σκουπιδιών. Όσα εκ των ανωτέρω υπήρχαν, προσκομίστηκαν, όσα δεν υπήρχαν -ή δεν βρέθηκαν- αγοράστηκαν, και να ‘μαστε στο σημείο συνάντησης, στο Mac Donald’s μετά τα διόδια των Αφιδνών. Οκτώ η ώρα το πρωί, γιατί η προοπτική ταξιδιού στην Εθνική Αθηνών - Θεσσαλονίκης, κατακαλόκαιρο, δεν είναι από τις πιο ευχάριστες άμα κάνει πως μεσημεριάζει. Ιδίως μέσα σε τζιπ με πάνινη κουκούλα και χωρίς κλιματισμό. Πάντως το Wrangler ταξίδευε (λίγο) πιο γρήγορα και σταθερά απ’ ότι περίμενα. Ο πλάγιος άνεμος (ή μάλλον λίβας ) επηρέαζε περισσότερο το ψηλό και στενό Terios, που επιπλέον είχε κουρασμένα αμορτισέρ, ενώ το στροφόμετρό του έδειχνε 5000+ στα 130. Όλα είναι όμως μια ιδέα. Το μοτέρ, που ανεβάζει άνετα 7500, δεν έχει ανάγκη και μπορείς να οδηγείς συνεχώς με το πόδι στο πάτωμα -κάτι που χρειάζεται, άλλωστε, για να μπορείς να προσπερνάς με τον κλιματισμό σε λειτουργία. Πάντως, παρά τον κλιματισμό, ο εκάστοτε οδηγός του μικρού Daihatsu ευχαρίστως κατέφευγε στο Grand Vitara ή το Land Cruiser όταν τελείωνε η βάρδιά του -κι ακόμα περισσότερο, βέβαια, ο οδηγός του Jeep. Μια από τις προγραμματισμένες στάσεις ήταν σε μεγάλο σούπερ-μάρκετ της Λάρισας, για την προμήθεια τροφίμων και λοιπών χρειωδών. Κοιτώντας, κατόπιν, το τιμολόγιο των τριών μέτρων μήκους και βλέποντας τον αριθμό και τον όγκο των χαρτοκιβωτίων, συνειδητοποίησα γιατί χρειαζόμαστε τελικά να έχουμε μαζί μας κι ένα «φορτηγό» σαν το Land Cruiser. Το μεγάλο Toyota ανέλαβε το ρόλο του οχήματος τροφοδοσίας, ανθρώπων και κινητήρων, αφού μετέφερε και τα έξτρα μπιτόνια βενζίνης. Η ανάρτησή του δεν έδειξε να πτοείται από το φορτίο, ούτε ο V6 των 3,4 λίτρων. Ακόμα καλύτερο όμως, στην άσφαλτο, ήταν για τους περισσότερους το Grand Vitara. Μικρότερο και πιο «μανετζέβελο», με τον μεταξένιο του V6 να τραβάει το ίδιο δυνατά από τις 1000 μέχρι τις 6500, είχε την πιο «επιβατική» αίσθηση απ’ όλα. Κατανάλωνε και σαφώς λιγότερα από το Toyota και το Jeep: 12,3 λίτρα/100 χλμ. Αντί 15,0 και 13,8 λίτρων /100 χλμ. αντίστοιχα. Το Terios όμως, παρότι προσπαθούσε πολύ περισσότερο, αποδείχθηκε ακόμα πιο ολιγαρκές, ρουφώντας -με το καλαμάκι- μόνο 10,5 λίτρα για κάθε 100 χλμ. εθνικού και επαρχιακού δρόμου. Εθνική, λοιπόν, μέχρι Θεσσαλονίκη, ύστερα επαρχιακός δρόμος για Κιλκίς, Ελευθεροχώρι. Από τη Δοϊράνη και μετά, δίπλα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κάτω από τη σκιά του Μπέλες. Ονόματα γνωστά από την ιστορία του πολέμου, αλλά μέρη στην ουσία άγνωστα, καταπράσινα και πανέμορφα. Το τέρμα του ταξιδιού ήταν στα Άνω Πορόια, ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό, ψηλά πάνω από τη λίμνη Κερκίνη. Με δυο ξενοδοχεία, παρακαλώ, και με αρκετή κίνηση παραθεριστών, κυρίως μεταναστών που είχαν γυρίσει για το καλοκαίρι. Δεν ήταν η συνταγή για ήσυχο ύπνο, ιδίως σε συνδυασμό με τη ζέστη εκείνης της μέρας. «Πάντα εδώ κάνει δροσιά», μας έλεγαν απορημένοι οι ντόπιοι, «τώρα τι το ‘πιασε;». Άλλο ένα κίνητρο για να την κάνουμε γρήγορα για τα βουνά την επόμενη. Δεν ήταν άλλωστε τίποτα το να ξυπνήσουμε νωρίς, αφού είχαμε φτάσει απογευματάκι και πολύ λιγότερο κουρασμένοι απ’ ότι περιμέναμε. Το να φτάσεις στην άκρη της Ελλάδας δεν είναι τελικά τίποτε, ακόμα και με τζιπ, καλοκαίρι και με τα έργα που χρονίζουν στην Εθνική. Από τα Άνω Πορόια ήταν που άρχιζε από την επόμενη το καθεαυτού ταξίδι. Ή μάλλον από το συνοριακό φυλάκιο του Προμαχώνα. Μόλις το αντικρίσαμε, μηδενίσαμε τα οδόμετρα και, βάσει road book, κάναμε δεξιά και πάνω για Άγκιστρο. Ένα χωριό, που θα ήταν σαν όλα τα’ άλλα της περιοχής, αν δεν είχε κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει: ένα χαμάμ σε πλήρη λειτουργία. «Από τον καιρό των Τούρκων;», ρωτήσαμε. «Όχι, των Βυζαντινών», μας διόρθωσαν. Δεν είναι όμως το κλασικό χαμάμ με το ατμόλουτρο, αλλά ένα λουτρό που το νερό του έρχεται από φυσική θερμοπηγή με θερμοκρασία γύρω σους 50 βαθμούς. Με 500 δρχ. (το άτομο) μπορεί να νιώσει κανείς... Βυζαντινός, κι εμείς δεν χάσαμε φυσικά την ευκαιρία της επαφής με ζεστό νερό, γιατί θα ήταν η τελευταία για 4 ημέρες. Κι από εδώ και πέρα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο: αυτό της σκόνης. Στα 9,6 χλμ., όπου εκκλησία αριστερά, αρχίζει ο χωματόδρομος -έδειχνε το road book. Ένας χωματόδρομος εγκαταλειμμένος, χορταριασμένος, σχεδόν κλεισμένος από τους θάμνους που είχαν μεγαλώσει. Απομεινάρι άλλων εποχών, θερμού και ψυχρού πολέμου, αφού εδώ παρακάτω ήταν το οχυρό Ρούπελ και λίγο πιο πάνω η Βουλγαρία. Ανεβαίνοντας προς το αυχένα, ο δρόμος στένευε. Δεξιά κι αριστερά αγκαθωτά συρματοπλέγματα, με μικρές κόκκινες πινακίδες: «MINES -ΝΑΡΚΑΙ». « Περνάγαμε με τα μηχανάκια», διηγόταν ο Καραχάλιος, «και λέγαμε: φαντάσου να πέσεις, προς την πλαγία κάτω, και να βρεθείς μέσα στο ναρκοπέδιο!». Στην κορυφή του βουνού, ένα μοναχικό φυλάκιο, με ένα μοναχικό φαντάρο, που μας πήρε τα ονόματα και σημείωσε τους αριθμούς των αυτοκινήτων. Τυπική διαδικασία, διάρκειας δυο λεπτών. Τι να φοβηθούμε πια από τη Βουλγαρία... Από εκεί και πέρα, ο δρόμος φάρδαινε κατεβαίνοντας για να συναντήσει την άσφαλτο προς Αχλαδοχώρι. Δρόμος ιδανικός για οδήγηση - τι κι αν το τοπίο δεν έλεγε πλέον τίποτε. Άφησα όμως προσωπικά το μικρό μοχλό του Suzuki στη θέση 4H της τετρακίνησης, γιατί στα γαρμπίλια τύπου... ρουλεμάν δεν σηκώνει και πολλά αστεία, ιδίως αν έχεις μπροστά σου ολόκληρο το ταξίδι. Άλλωστε δεν είχαμε έρθει εδώ για «παντιές», αλλά για «τράιαλ», που θα το δοκιμάζαμε μάλιστα πολύ γρήγορα... Άσφαλτος, Αχλαδοχώρι, Καρυδοχώρι, κι από κει πάλι χώμα σ’ ένα τοπίο πανέμορφο, μέσα στο δάσος, ανάμεσα στα βουνά Όρβηλος και Βροντού. Έλατα, οξιές, φτέρες και -που και που- μεγάλοι, λείοι ογκόλιθοι, σαν τα Μετέωρα υπό κλίμακα. Και ανάβαση ψηλά, μέχρι τα 1200+ μέτρα. Η ερημιά πλήρης, πρόγευση για τη Ροδόπη. Πράγμα φυσικό, αφού τα 20 αυτά χιλιόμετρα δεν σημειώνονται καν στους οδικούς χάρτες (όπως δεν σημειώνονται και τα 16 από Άγκιστρο μέχρι Αχλαδοχώρι). Κρατήστε, λοιπόν, το road book αν σκοπεύετε κάποτε να πάτε. Κι αν πάτε παρέα, με περισσότερα του ενός αυτοκίνητα, ας περιμένει ο καθένας τον επόμενο στις διασταυρώσεις- όπως κάναμε κι εμείς, αφού με τη σκόνη δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε ο ένας τον άλλον από κοντά. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που βλέπετε να φιγουράρει το Jeep επικεφαλής της πομπής στις περισσότερες φωτογραφίες: στα άλλα τρία σήκωνε να κλείσεις τα παράθυρα και να έχεις τον κλιματισμό να δουλεύει. Πραγματικά, το αιρ κοντίσιον δούλεψε υπερωρία στους χωματόδρομους -και όχι μόνο- όλες αυτές τις μέρες. Λάβετέ το υπ’ όψη σας, αν σχεδιάζετε καλοκαιρινές εξορμήσεις, ακόμα και στα ψηλότερα και πιο υγρά βουνά. Αιρ κοντίσιον και... Κάτω Νευροκόπι Δράμας είναι δυο έννοιες, που ακουστικά δεν ταιριάζουν καθόλου. Αυτό δεν είναι το μέρος όπου σημειώνονται οι χαμηλότερες θερμοκρασίες στην Ελλάδα; Ναι, αλλά όχι το καλοκαίρι, όπου κι εδώ σκάει ο τζίτζικας. Η ειρωνεία μάλιστα ήταν ότι το Νευροκόπι, παρά τη φήμη του, δεν είχε να μας προμηθεύσει ούτε πάγο για τα ψυγεία μας. Γενικά, να έχετε υπ’ όψη σας ότι το πρόβλημα της προμήθειας πάγου, που λύνεται τόσο εύκολα στα παράλια μέρη, είναι πολύ δύσκολο να λυθεί στα μεσόγεια και ορεινά. Χάρη στο γνωστό «ελληνικό δαιμόνιο», όμως, βρήκαμε τη λύση. Για να μη μας χαλάσουν τα κρέατα, τυριά και συναφή, που είχαμε αφειδώς αγοράσει (ακολουθώντας το παραδοσιακό σλόγκαν των σπάταλων: «Να περισσεύει, να μη λείπει» ): Ψάξαμε βαθιά στον πάτο των ψυγείων για τα παγωτά και βρήκαμε πλαστικά μπουκάλια του 1,5 λίτρου με νερό εντελώς παγωμένο, πέτρα. Δυο τέτοια μπουκάλια σε κάθε ψυγείο πάγου και το πρόβλημα λύθηκε -με τη βοήθεια και της νυχτερινής θερμοκρασίας πάνω στα βουνά, που έπεφτε και κάτω από τους 10 βαθμούς. Εκτός από πάγο, βέβαια, στο Νευροκόπι -που ήταν και το τελευταίο πολιτισμένο μέρος πριν τα βουνά- έπρεπε να προμηθευτούμε και κάτι άλλο πολύ βασικό: βενζίνη. Ξεχείλισαν, λοιπόν, ρεζερβουάρ και μπιτόνια, ελέγχθηκαν οι πιέσεις στα λάστιχα (και τις ρεζέρβες) και ήμασταν πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την επόμενη φάση, που άκουγε στο όνομα «off roading». Το road book, μετά την Αχλαδιά, τη Μικροκλεισούρα, τους Ποταμούς και πριν τη Μικρομηλιά, σημείωνε πως στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο. Αλλά ποιος δρόμος, τον είχαν φάει εντελώς οι βροχές και τα χιόνια του χειμώνα, μεταβάλλοντάς τον σ’ ένα τεράστιο νεροφάγωμα, με δεξιά κι αριστερά του όλο μεγάλες, φυτευτές αλλά και χαλαρές πέτρες. Χώρια τα χόρτα κι οι θάμνοι. Κανονικό αυτοκίνητο δεν θα προχωρούσε ούτε δυο μέτρα. Εδώ τα τζιπ και πήγαιναν «σταμάτα- ξεκίνα» με το κοντό κιβώτιο. Και το Terios, που δεν έχει κοντές, βοηθητικές σχέσεις; Ευτυχώς, είναι ψηλό, στενό, με μεγάλους τροχούς και με κοντή 1η ταχύτητα. Δεν έδειξε να δυσκολεύεται καθόλου, καθώς ακολουθούσε τα πατήματα του -πάντα προπορευόμενου- Wrangler. Εδώ το Jeep ήταν επικεφαλής, όχι πια γιατί δεν είχε κλιματισμό, αλλά γιατί αυτή ήταν η φυσική του θέση. Δεν ήταν μόνο οι εκτός δρόμου δυνατότητές του που το έκαναν το πιο κατάλληλο για εμπροσθοφυλακή, αλλά και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: ένα τέτοιο, απλό και πρωτόγονο 4Χ4 δεν φοβάσαι μην το γδάρεις, μην το ακουμπήσεις, μην το ψιλοχτυπήσεις. Είναι αφενός ο χαρακτήρας του (οι γρατσουνιές... του πάνε) και αφετέρου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Wrangler έχει μαλακούς, πλαστικούς «προφυλακτήρες» γύρω- γύρω, που παραμορφώνονται και μετά επανέρχονται στη θέση τους σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που δεν βάζαμε προπομπό το Land Cruiser, παρότι το μεγάλο Toyota μπορεί να «ισοπεδώνει» κάθε δρόμο, όσο άσχημος κι αν είναι. Πού να ανοίγει δρόμο αυτό το πλοίο και να γδέρνεται στα κλαδιά. Θα μας καιγόταν η καρδιά (γι’ αυτό και δεν μας άρεσαν τα δέρματα και το ξύλο στο σαλόνι του συγκεκριμένου αυτοκινήτου- δεν του πήγαιναν). Αλλά και το Grand Vitara το λυπόμασταν, και μάλιστα περισσότερο καθώς είναι πιο χαμηλό και- έχοντας χαμηλώσει ακόμα περισσότερο από το φορτίο- έβρισκε συχνά κάτω. Σε μια δυο περιπτώσεις μάλιστα, χρειάστηκε διπλή προσπάθεια για να περάσει από τα δύσκολα σημεία. Χώρια που τα φαρδιά και «χαμηλοπρόφιλα» λάστιχά του ήταν τα πιο ευάλωτα στις πέτρες. Αργότερα θα μας σκιζόταν ένα, αλλά αυτό ευτυχώς ήταν το μόνο σχετικό πρόβλημα που είχαμε με τα 4 αυτοκίνητα. Από άλλου είδους προβλήματα, το μόνο που αντιμετωπίσαμε είχε πάλι να κάνει με το Suzuki: Κάποιο κλαδί -κατά πάσα πιθανότητα- έβγαλε από τη θέση του το σωληνάκι υποπίεσης που ενεργοποιεί τις αυτόματες πλήμνες των μπροστινών τροχών, με αποτέλεσμα να μείνουμε με την κίνηση μόνο πίσω. Ευτυχώς, ο Βάης δεν μασάει με κάτι τέτοια, έπεσε από κάτω, εντόπισε το πρόβλημα, ξανάβαλε το σωληνάκι στη θέση του και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ηθικό δίδαγμα όλων των ανωτέρω: Η «επιβατική» αίσθηση και η απόδοση στην άσφαλτο πληρώνονται αλλού. Όποιος θέλει να κάνει σοβαρό «off roading» με αυτοκίνητα σαν το Grand Vitara (που δεν νομίζουμε ότι θα υπάρξει κανένας) παίρνει τα μέτρα του και τα εφοδιάζει τουλάχιστον με άλλα λάστιχα, πιο ψηλά, στενά και τρακτερωτά. Αλλιώς, παίρνει Samurai και δεν τον νοιάζει τίποτα (πλην, φυσικά της διαδρομής στην άσφαλτο, μέχρι να φτάσει στα βουνά...). Με όλα αυτά, όμως, ξεφύγαμε από την περιγραφή του τοπίου. Που ήταν φανταστικό με όλη τη σημασία της λέξης: αυτό ακριβώς είχα στη φαντασία μου από παιδί, όταν άκουγα τη λέξη δάσος. Διαφόρων ειδών δέντρα, φυλλοβόλα και κωνοφόρα, μια απίστευτη ποικιλία θάμνων και λουλουδιών (με μελισσοειδή και πεταλούδες να τα τριγυρίζουν), αγριοφράουλες, σμέουρα, φτέρες, ψηλό και πυκνό χόρτο, ρυάκια να τρέχουν... Η άνοιξη σε όλο της το μεγαλείο, τέλη Ιουλίου! Σε όλη τη Ροδόπη -και τη γυρίσαμε- δεν είδαμε ούτε ένα ξερό φύλλο, ούτε ένα κιτρινισμένο χορταράκι. Κι από ζώα; -θα ρωτήσετε. Λογικό θα ήταν αν μη συναντούσαμε, αφού όσο έπιανε το μάτι έβλεπες δασωμένα βουνά - χαζά θα ήταν τα ζώα να βγουν στον δρόμο; Και όμως, οι εκάστοτε προπορευόμενοι με το Jeep είδαν αντίστοιχα μια μικρή αρκούδα κι ένα μεγάλο αγριόχοιρο. Ο δεύτερος, μάλιστα, σταμάτησε και μπήκε απερίσκεπτα στο δάσος για να... φωτογραφίσει το αγριογούρουνο. Άγιο είχε που δεν βρέθηκε να τον κυνηγά το κοπάδι (χώρια που δεν έβγαλε και τη φωτογραφία, αλλά τουλάχιστον είχε μαζί του μάρτυρα για του λόγου το αληθές). Μιλώντας για ζώα, βέβαια, όπως μαντεύετε δεν τα ψάχνουν μόνο οι φυσιολάτρες σαν κι εμάς για να τα φωτογραφίσουν, αλλά τα ψάχνουν δυστυχώς και ορδές κυνηγών με εντελώς άλλο σκοπό. « Έχουν έτοιμα στημένα κιόσκια για καρτέρι, πάνω από κει που πάνε να πιουν νερό τα γουρούνια», μας έλεγαν αργότερα ξυλοκόποι της περιοχής, «ακόμα και τους κορμούς των δέντρων έχουν πλανίσει, ώστε να κάθονται εκεί να ξύνονται και να δίνουν στόχο». Από εμένα ουδέν σχόλιον... Αρκούδες και αγριόχοιρους μπορεί να μην είστε τυχεροί σαν κι εμάς και να μη δείτε στη Ροδόπη, αλλά σίγουρα θα δείτε σημύδες. Τα ίσια και λυγερά αυτά δέντρα, με τον ασπριδερό κορμό και τα λεπτά, στρογγυλά φυλλαράκια, είναι συνηθισμένα στις βόρειες χώρες, αλλά δεν υπάρχουν καθόλου στις μεσογειακές. Το νοτιότερο μέρος που τα συναντάς είναι ακριβώς εδώ, στα δάση της Δυτικής Ροδόπης. Στάση, λοιπόν, για να φωτογραφίσουμε τα αυτοκίνητα κάτω από τις πρώτες σημύδες, μετά πάλι «τράιαλ» στα κατσάβραχα. «Αν είναι έτσι όλοι οι δρόμοι», σκεπτόμουν, «την έχουμε άσκημα». Γιατί, εκτός του ότι χρειάζεται να έχεις συνεχώς την προσοχή σου τεταμένη (και εκτός του ότι όλα τα πράγματα που μεταφέρεις κοπανιούνται αλύπητα και ανακατεύονται), δεν προχωράς κιόλας. Για να καλύψουμε τα 12,5 χιλιόμετρα αυτού του «δρόμου», θα βάλαμε πάνω από μια ώρα. Όταν όμως φτάσαμε πλέον στη διασταύρωση με το φαρδύ (σχετικά) κεντρικό δασικό δρόμο, ο Καραχάλιος φρόντισε να μας καθησυχάσει: «Σας έβαλα να κολυμπήσετε με την πρώτη στα βαθιά, για να σας φαίνονται μετά όλοι οι δρόμοι αουτομπάν». Ενώ όμως ησυχάσαμε εμείς, άρχισε να ανησυχεί αυτός. Γιατί τα τοπία δεν ήταν όπως τα θυμόταν την τελευταία φορά. Τα δάση τα εκμεταλλεύονται για υλοτομία κατά περιοχές, και τώρα είχε έρθει η σειρά αυτής ακριβώς της περιοχής της Ροδόπης. Αποτέλεσμα: Χωματουργικά μηχανήματα είχαν φαρδύνει τους δρόμους και είχαν καθαρίσει και ανοίξει τα πλατώματα που σημειώνονταν στο road book σαν σημεία κατάλληλα για καταυλισμό. Και όταν φτάσαμε στο εργοτάξιο όπου παλιά υπήρχε πηγή για να πάρουμε νερό, το νερό το είχαν διοχετεύσει με σωλήνες μέσα στα παραπήγματα. Είδαμε και πάθαμε να το βρούμε από αλλού και να γεμίσουμε τους ασκούς και τα άλλα δοχεία. Οι αλλαγές στο τοπίο μας χάλασαν και κάτι άλλο που είχαμε στο νου μας. «Πλάτωμα - καλύβα - Camp -τσόντα», σημείωνε το road book και ο Καραχάλιος μας είχε εξηγήσει ότι, όταν είχε πρωτοβρεί την καλύβα, είχε ανακαλύψει μέσα βουλγάρικα... τσοντοπεριοδικά της αισχίστης υποστάθμης. Είχε υποσχεθεί, μάλιστα, πως θα έφερνε μαζί του ένα από αυτά (που το είχε μαζέψει από τότε) για να στήσουμε φωτογράφηση. Ούτε το περιοδικό, όμως, θυμήθηκε να φέρει, ούτε στην καλύβα ήθελε να σταματήσει, μπας και βρίσκαμε τίποτε άλλα. Είχε σπαστεί από τη ζημιά που είχαν κάνει στο μέρος οι μπουλντόζες και τα φορτηγά, οπότε ελήφθη η μεγάλη απόφαση: Αλλαγή πλάνων και συντόμευση της διαδρομής, ώστε να κατασκηνώσουμε στο Στραβόρεμα, που το είχαμε προγραμματίσει για την επόμενη μέρα. Στραβόρεμα. Από τα πιο γνωστά μέρη της Δυτικής Ροδόπης. Και δικαίως, γιατί είναι το πιο όμορφο δασικό τοπίο που ξέρω στην Ελλάδα. Έχετε πάει στα Περτουλιώτικα Λιβάδια; Ε, πολλαπλασιάστε την ομορφιά επί δύο και θα έχετε το Στραβόρεμα, τη χλοερή μικρή κοιλάδα, με τα δάση γύρω -γύρω και στη μέση το ήρεμο ποταμάκι, με την αμμουδερή κοίτη, να κάνει τους μαιάνδρους του. Υπάρχουν έτοιμες εγκαταστάσεις για κατασκήνωση, αλλά φυσικά τις αποφύγαμε και στήσαμε τις σκηνές πιο κάτω, ακριβώς δίπλα στο ποταμάκι. Κάτω από τα έλατα (1200+ μέτρα το υψόμετρο), μέσα στα χόρτα και τα λουλούδια. Ιδανικά. Ή μάλλον σχεδόν ιδανικά, γιατί η οργιώδης ανοιξιάτικη φύση έχει και δυο άλλες, λιγότερο ευχάριστες πλευρές. Η πρώτη είναι τα έντομα: τάβανοι ή τζιβίνια ή μουριέλες ή όπως αλλιώς ονομάζονται τα μεγάλα μυγοειδή με τα πράσινα ριγωτά μάτια, που κάνουν κατά εκατοντάδες την επίθεσή τους μόλις σουρουπώσει και σε ταράζουν στο τσίμπημα. Η δεύτερη δυσάρεστη πλευρά είναι η υγρασία και το κρύο. Άφρονα θήλεα μέλη της αποστολής, που δεν είχαν φροντίσει να πάρουν ζεστά ρούχα και σλίπινγκ- μπάγκς, έπαιζαν μπιρίμπα όλη τη νύχτα στη σκηνή για να ζεσταίνονται και το πρωί πήραν το πρώτο... Land Cruiser για Παρανέστι και Δράμα. Nine little, eight little, seven little Indians... κι απόμεινα έξι. Τουλάχιστον μας δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσουμε το μεγάλο Toyota σε γρήγορους ρυθμούς στο χωματόδρομο. Και οι εμπλεκόμενοι είχαν να λένε για το πόσο εύκολα και σίγουρα ελεγχόταν το γιαπωνέζικο πλοίο. «Λίγο αφήνεις το γκάζι, μόλις που γυρίζει, μετά ξαναπατάς και φεύγεις. Είχα αμφιβολίες, έλεγα μήπως τα παραλένε για το Cruiser, αλλά τελικά αξίζει τα είκοσι... μύρια, αν τα έχεις». Ας μην προτρέχουμε, όμως, αυτά έγιναν την άλλη μέρα. Εμείς είχαμε μείνει στο στήσιμο του καταυλισμού. Και καταυλισμός χωρίς φωτιά δεν γίνεται. Υπήρχαν πινακίδες που απαγόρευαν το άναμμα φωτιάς, αλλά από τα σημάδια φαινόταν καθαρά όπως όλοι οι προηγούμενοι είχαν αγνοήσει την απαγόρευση. Εμείς τουλάχιστον, πήραμε μέτρα, ανάβοντας ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, με απίκου κουβάδες με νερό και τους πυροσβεστήρες των αυτοκινήτων σε πρώτη ζήτηση. Προηγουμένως, βέβαια, είχαμε μαζέψει ξύλα - το πιο εύκολο πράγμα στο δάσος, με όλα αυτά τα δέντρα που πέφτουν το χειμώνα. Επιστρατεύτηκε το Jeep για να τα φέρει και το ακούσαμε να έρχεται πολύ πριν το δούμε, καθώς έσερνε πίσω του μερικά ξερά δεντράκια που σβάρνιζαν το δρόμο. Μετά επιστρατεύτηκαν οι σέγες και τα τσεκούρια, που δεν μας είχαν χρειαστεί για να ανοίξουμε το δρόμο από πεσμένα δέντρα (ευτυχώς) και έπρεπε κάπως να αποσβεστούν. Οι 30 χοιρινές, το ψαχνό για σουβλάκια και τα λουκάνικα Θεσσαλίας περίμεναν, και έπρεπε να καταναλωθούν όσο το δυνατό πιο γρήγορα, γιατί η κατάσταση με τον πάγο ήταν πείζουλη. Μια τέτοια κραιπάλη είναι, βέβαια, εκτός συζητήσεως στην πόλη, αλλά στο βουνό χρειάζεται για να έχεις θερμίδες να περάσεις τη νύχτα. Το πρόγραμμα προέβλεπε έτσι κι αλλιώς εκδρομές με βάση το camp, και το Στραβόρεμα προσφέρεται γι’ αυτό. Καθώς το ένα αυτοκίνητο είχα φύγει για... δρομολόγιο (Παρανέστι), τα άλλα τρία ξεκίνησαν για το Ε.Φ. Τσάκαλος, το ελληνικό φυλάκιο στην κορυφή του βουνού, πάνω από το δάσος του Καράντερε. Τα χιλιόμετρα λίγα και η διαδρομή εύκολη, οπότε αξίζει να πάτε, αν βρεθείτε από κει, όχι μόνο για την ομορφιά και τη θέα του μέρους, αλλά και για να δώσετε λίγη ποικιλία στη ζωή των φαντάρων, που «λαλάνε» εκεί στην ερημιά. Φυσικά΄, τώρα που ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει και οι σχ’εσεις μας με τη Βουλγαρία είναι καλές, ο ρόλος των φυλακίων αυτών είναι μάλλον τυπικός. «Επανδρώνονται και λειτουργούν μόνο το καλοκαίρι», μας εξήγησε ο επικεφαλής έφεδρος, «γιατί το χειμώνα εδώ στα 1828 μέτρα ποιος μπορεί να περάσει;». Μόνο κυνηγοί βρίσκουν καμιά φορά κατάλυμα στις εγκαταστάσεις. Αλλά και το καλοκαίρι πως να πάρεις χαμπάρι και να σταματήσεις τυχόν λαθρομετανάστες, με τα πυκνά δάση που εκτείνονται γύρω; «Μου είπαν πως, πριν από 40 χρόνια, τα βουνά γύρω ήταν αποψιλωμένα, για να μπορούν να ελέγχουν από εδώ την περιοχή. Τώρα πώς να ελέγξεις;». Αλλά οι Βούλγαροι δεν ενδιαφέρονται καν να ελέγξουν. « Λέγετε πως μπήκαν πρόσφατα κάποιοι δικοί μας στρατιώτες στην Βουλγαρία και φτάσανε έξω από αυτό το χωριό που βλέπετε, χωρίς κανείς να τους σταματήσει». Είχαμε ανέβει στην κορυφή, στον βράχο πάνω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, και αγναντεύαμε κάτω από τα πόδια μας τη Βουλγαρία. Η άλλη πλευρά της Ροδόπης είχε φανερά τα σημάδια της ανθρώπινης επέμβασης: δρόμοι, αποψιλωμένα ξέφωτα, χωριά, μια τεχνητή λίμνη στο βάθος. Από τη δική μας τη μεριά, μόνο δάση - και δεξιά μας, μακριά, η κορυφή Ζαγκραντένια με το μόνο εντελώς παρθένο δάσος στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν θα πηγαίναμε, γιατί δεν είχαμε μαγειρέψει πριν πεινάσουμε. Έπρεπε να είχαμε βγάλει άδεια από το δασαρχείο Δράμας, και τώρα δεν προλαβαίναμε να το κάνουμε. Αποχαιρετήσαμε τα φαντάρια ευχαριστώντας τους για τις περιποιήσεις τους, και φύγαμε ξανά για κάτω. Χωρίς φυσικά να πάρουμε φωτογραφίες, αφού απαγορεύεται - αν και πολύ μας «γαργαλούσε» το να βάλουμε το παλιό πολεμικό τζιπ που υπήρχε εκεί, δίπλα στα δικά μας για ένα «ενσταντανέ». Πίσω στον καταυλισμό, στο Στραβόρεμα, αλλά ήταν ακόμα νωρίς για άραγμα. «Δεν πάμε για εξερεύνηση στο δάσος με το Wrangler;», πρότεινε ο Πετρίδης. Κι εγώ δέχτηκα, διαπράττοντας εν γνώσει μου ένα βασικό σφάλμα: Ποτέ δεν πηγαίνεις για εξερεύνηση εκτός δρόμου με ένα μόνο αυτοκίνητο, όπως ποτέ δεν [πηγαίνεις μονάχος για κατάδυση. Καθώς, λοιπόν, τα λάθη σου συνήθως τα πληρώνεις, ήμουν σχεδόν σίγουρος πως θα κολλούσαμε. Όπως και έγινε. Στη Ροδόπη, υπάρχουν δεκάδες μικροί δασικοί δρόμοι, που αν τη συγκεκριμένη εποχή δεν υλοτομείται το αντίστοιχο μέρος του δάσους, εγκαταλείπονται. Αποτέλεσμα: τους τρώνε τα νερά, ενώ στα επίπεδα σημεία φυτρώνουν επάνω τους από χόρτα και φτέρες μέχρι μικρά έλατα. Έναν τέτοιο δρόμο πήραμε, με αποτέλεσμα το Jeep να βρεθεί ξαφνικά με τη μούρη μέσα σε ένα βαθύ ρυάκι που δεν φαινόταν από τη βλάστηση. Τι σπρώξαμε, τι αποψιλώσαμε, τι κορμούς μετακινήσαμε κάτω από τις ρόδες, τίποτα... Και καθώς όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, έφυγα πεζός για βοήθεια. Η βοήθεια, που ήρθε με τη μορφή του Land Cruiser, χρειάστηκε και τους δυο ιμάντες, τον ένα δεμένο στην άκρη του άλλου, για να μπορεί να πατάει σε στέρεο έδαφος ώστε να τραβήξει. Να γιατί λοιπόν, το bulletin των προμηθειών ανέφερε δύο ιμάντες. Να έχετε υπ’ όψη σας ότι οι ιμάντες αυτοί πρέπει να είναι και μεγάλου μήκους (ο ένας τουλάχιστον 10 μέτρων). Έμενε μόνο μια μέρα ακόμα πριν αρχίσει το ταξίδι του γυρισμού, οπότε έπρεπε να μετακινηθούμε από το Στραβόρεμα και να πάμε ανατολικά, για να δούμε και την άλλη πλευρά της Δυτικής Ροδόπης. Κατηφορίσαμε τον κεντρικό δρόμο, αγγίζοντας τον «πολιτισμό» καθώς περάσαμε από Θερμιά, με τα λουτρά τους - αν κι εδώ ακόμα, οι παράγκες των παραθεριστών σε γύριζαν δεκαετίες ολόκληρες πίσω. Μετά πάλι αριστερά και ανηφορίσαμε το δασικό προς Στάμνα, Λεπίδα και Μπαρτάκοβα. Σε λίγο τον εγκαταλείψαμε κι αυτόν και πήραμε ένα έρημο, περιφερειακό δρομάκο, πάνω στην πλαγιά απέναντι στα σύνορα. Στα αυτιά μας βουλγάρικα μουσική, από το μόνο σταθμό που έπιανε το ραδιόφωνο, και όσο έκοβε το μάτι μας δάση από πανύψηλα και ευθυτενή μαυρόπευκα. Άλλη βλάστηση εδώ, εξίσου οργιώδης, αλλά η ανθρώπινη παρέμβαση πιο έντονη: Κοπάδια από αγελάδες και υλοτομία μεγάλης κλίμακας. Με μια ομάδα υλοτόμων συναντηθήκαμε στην Μπαρτάκοβα. Μη νομίσετε πως πρόκειται για κανένα χωριό και το ψάχνετε στον χάρτη. Χωριά δεν υπάρχουν ψηλά στην Ροδόπη. Η Μπαρτάκοβα είναι απλά μια τοποθεσία με καλύβες ξυλοκόπων και νερό. Οι ξυλοκόποι μας κάλεσαν στη σκιά, κάτω από το στέγαστρό τους, να μας κεράσουν. «Δουλεύουμε τρεις μήνες το χρόνο», μας είπαν, «από τον Μάη - Ιούνη, που στρώνει ο καιρός, μέχρι τον Σεπτέμβρη που ξαναρχίζουν τα κρύα και οι βροχές». Μένουν σε πρόχειρες καλύβες από ξύλα, κλαδιά και νάιλον ή σε μεγάλα, ιδιόκτητα τροχόσπιτα που τα φέρνουν οι ίδιοι εκεί. «Παίρνουμε εργολαβία ένα τμήμα του δάσους, οι δασολόγοι μαρκάρουν τα δέντρα κι εμείς τα κόβουμε. Με τη ρέγουλά μας, με δικό μας ρυθμό και ωράριο». Και τον υπόλοιπο χρόνο τι κάνετε; «Ζούμε από το ταμείο ανεργίας». Σε προηγούμενη εξόρμησή τους εκεί κοντά, οι Καραχάλιος και Βάης είχαν ανακαλύψει ένα παλιό, πανέμορφο μονοπάτι που έβγαζε κατευθείαν στα σύνορα. Έφυγαν να το ψάξουν, αλλά αργούσαν πολύ να γυρίσουν. Τελικά επέστρεψαν απογοητευμένοι: « Κι αυτό το έχουν καταστρέψει, το έχουν φαρδύνει με τις μπουλντόζες για να έρχονται τα φορτηγά να παίρνουν τα ξύλα». Είχαν όμως μιαν άλλη ιστορία να διηγηθούν: «Ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μας δυο στρατιώτες. Νομίσαμε ότι ήταν δικοί μας, αλλά είδαμε το εθνόσημο στη ζώνη και καταλάβαμε ότι ήταν Βούλγαροι. Πρέπει να ήμασταν σε ελληνικό έδαφος, αλλά δεν έδειχναν να νοιάζονται και επιχείρησαν χαμογελαστοί, να μας πιάσουν την κουβέντα. Αδύνατον όμως να συνεννοηθούμε, αφού δεν μιλούσαν παρά μόνο βουλγάρικα. Εμείς σπεύσαμε να φύγουμε, αφού ήταν και οπλισμένοι, οπότε έφυγαν κι αυτοί πίσω στην Βουλγαρία. Μάλλον τσιγάρα θα ήθελαν.». Ορίστε, λοιπόν, άλλη μια απόδειξη ότι δεν υπάρχει πλέον ο «από βορά κίνδυνος». Το κακό είναι ότι, αν περάσεις πρώτα από το Καράντερε και το Στραβόρεμα, κακοσυνηθίζεις. Η ανατολική πλευρά του βουνού είναι κι αυτή όμορφη, αλλά το ότι δεν είναι τόσο παρθένα και ήσυχη τελικά σε πειράζει. Είδαμε και πάθαμε να βρούμε που να κατασκηνώσουμε το τελευταίο βράδυ, και παρότι το μέρος που καταλήξαμε ήταν ωραίο με απόλυτα κριτήρια, για μας ήταν απογοητευτικό. Κάτι τα... ίχνη των αγελάδων, που υπήρχαν παντού, κάτι τα φορτηγά που περνούσαν από τον κεντρικό δρόμο, στα 200 μέτρα (αραιά και που, μη φανταστείτε ότι είχε κίνηση), η μαγεία της τοποθεσίας πήγαινε για μας περίπατο. Το ίδιο και η μαγεία του δρόμου, που πήραμε την άλλη μέρα για τον γυρισμό, καθώς δεν είχε απλά σκόνη, αλλά ένα παχύ στρώμα πούδρας, από τα βαριά φορτηγά και τους κορμούς, που τον όργωναν καθημερινά. Όλα ήταν όμως θέμα εντύπωσης. Τα δάση γύρω συνέχιζαν να είναι παρθένα, όπως μας απέδειξε το αγριογούρουνο που πετάχτηκε στον δρόμο και έτρεχε δίπλα στο Wrangler για αρκετά μέτρα, πριν χαθεί ξανά μέσα στις φυλλωσιές. Και να φανταστείτε ότι αυτό συνέβη πολύ κοντά στα Διπόταμα, στο πρώτο χωριό που συναντήσαμε στον δρόμο μας προς τον «πολιτισμό». Λίγο μετά φτάσαμε στην άσφαλτο και στο χωριό Πρασινάδα, αλλά δεν θέλαμε να αφήσουμε τη Ροδόπη έτσι γρήγορα και άδοξα. Ξαναπήραμε, λοιπόν, την ανηφόρα προς το μοναστήρι της Σίλης, για να δημιουργήσουμε αποθέματα δροσιάς κάνοντας μπάνιο στον παραπόταμο του Αρκουδορέματος, που κατεβαίνει κατευθείαν από την Μπαρτάκοβα. Λουσμένοι πλέον και δροσισμένοι, πήραμε την άσφαλτο για το Παρανέστι, την ουσιαστική αφετηρία μας για το γυρισμό, αφού εκεί γεμίσαμε τα αυτοκίνητα βενζίνη. Γεμίζοντας τα ρεζερβουάρ και βγάζοντας τα κομπιουτεράκια μας, συνειδητοποιήσαμε τι σημαίνει να πηγαίνεις με 1η - 2η ή με τις βοηθητικές σχέσεις για ώρες πάνω σε δύσβατους χωματόδρομους. Το συνήθως οικονομικό Terios είχε κάψει 16,4 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, το Wrangler 22, το Grand Vitara 24 και το Land Cruiser 26,4! Γι’ αυτό και ήδη είχαμε καταφύγει στα εφεδρικά μπιντόνια. Αυτό ήταν λοιπόν. Μετά από ένα διάλειμμα τεσσάρων ημερών, τα κεφάλια πάλι μέσα. Στο γραφείο, στο καυσαέριο, στη ζέστη, στις πυρκαϊές. Με μια παρήγορη, τουλάχιστον, σκέψη στο μυαλό: Ότι όταν πια, όλη η Ελλάδα θα έχει καεί, ίσως να εξακολουθεί να υπάρχει - έστω και μακριά, στα βόρεια σύνορα- ένα δάσος που να θυμίζει πως ήταν η χώρα μας λίγες δεκαετίες πριν, όταν ακόμα δεν υπήρχαν η μανία της «αξιοποίησης» και οι «πιέσεις για δεύτερη κατοικία». Ένα δάσος, που θα έχει σωθεί αν έχει παραμείνει παραγωγικό, αλλά παραγωγικό με πρόγραμμα. Αν βέβαια μπορέσει να διατηρηθεί σε εφαρμογή κάποιο πιο μακρόπνοο πρόγραμμα, στη χώρα του «να τα φάμε όλα, και να τα φάμε τώρα»...
|