img0.gif (7260 bytes)

Home

bear.gif (44315 bytes)

Στο δάσος της Ελατιάς και κυρίως στο Παρθένο δάσος , συναντάμαι κωνοφόρα μοναδικά στο είδος τους, ύψους έως και 60 μέτρων ηλικίας 300 ετών καθώς και ποικιλία πανίδας από λαγούς μέχρι και καφέ αρκούδα. Το 1980 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και θεωρείται Ευρωπαϊκός Δρυμός. 

Μέχρι το 1923  στην οροσειρά της Ροδόπης ζούσαν Σαρακατσάνοι ενώ υπήρχαν και οικισμοί με μουσουλμανικό πληθυσμό. Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης , έγινε ανταλλαγή μουσουλμανικού πληθυσμού με Ελληνες του Πόντου. Οι Σαρακατσάνοι δημιουργούν στην περιοχή "τσελιγκάτα" και ζουν εκεί έως και την εποχή του μεσοπολέμου. Οι δε Ελληνες του Πόντου , που εγκαταστάθηκαν νοτιότερα των Σαρακατσάνων , ζουν ακόμη και σήμερα εκεί...

Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο πολλά χωριά (θησαυρός, Πετρότοπος, Πλακόστρατο, Βουνοχώρι, Κλειστά), ερήμωσαν γιατί ήταν άγονα και δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, σχολεία, γιατρός. Ο Καλίκαρπος, οι Παπάδες, το Σιδηρόνερο και η Σκαλωτή κατοικούνται ακόμη και σήμερα

skaloti1.jpg (32077 bytes)                        kleista.jpg (30841 bytes)

ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΘΕΑ ΤΗΣ ΣΚΑΛΩΤΗΣ                                          ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Προπολεμικά στα Κλειστά υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου η οποία όμως κάηκε μαζί με όλο το χωριό, από τους Βούλγαρους το 1944. Λίγο μετά το 1950 δύο βοσκοί , θείος και ανηψιός , πηγαίνανε τρόφιμα στο κοπάδι τους μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή ο ανηψιός λέει στο θείο του, <<περίμενε εδώ στην άκρη για να περάσει το άλογο με τον αναβάτη του>>. Ο θείος του , τον ρωτά <<ποιό άλογo; δε βλέπω κανένα άλογο>> Να αυτό του λέει ο ανηψιός του με τον Αγ. Δημήτριο. Αυτή η ιστορία που ακόμη και σήμερα ακούγεται από τα στόματα των Σκαλωτιανών ήταν η αφορμή , το 1995 να ξεκινήσουν την ανέγερση του Ναού του Αγίου Δημητρίου ακριβώς εκεί όπου προπολεμικά ήταν χτισμένος.

petrino1.jpg (28315 bytes)

Το "πέτρινο" είναι το καινούργιο εργοτάξιο της δασικής υπηρεσίας όπου μπορεί κανείς να διανυκτερεύσει αφού πρώτα πάρει άδεια από την εν λόγω υπηρεσία.

           Απόδραση στην Ελατια

Σε απόσταση μόλις 60χλμ. από το κέντρο της Δράμας, ο επισκέπτης της περιοχής συναντά ένα από τα ωραιότερα δασικά συμπλέγματα της χώρας, το περίφημο δάσος της Ελατιά, του οποίου ο πλούτος σε πανίδα και χλωρίδα στα βουνά της Κεντρικής Ροδόπης αποτελεί σημείο αναφοράς για το νόμό μας και τη βόρεια Ελλάδα. Με πλήρη καύσιμα από την πόλη ακολουθούμε βορειοανατολική πορεία με κατεύθυνση τοΣιδηρόνερο, 45χλμ. από την Δράμα. Θα διασχίζουμε το όμορφο προάστιο Πανόραμα και θα περάσουμε το δάσος αναψυχής Καλλιφύτου, για να επισκεφτούμε αρχικά τη γυναικεία μονή της Αναληψεως του Σωτήρος (Σίψας) στους Ταξιάρχες, 10χλμ. από την Δράμα. Χτισμένη το 1970 βρίσκεται στη θέση παλαιότερου μικρού μοναστηριού. Είναι καθημερινά επισκέψιμη, εορτάζει την ημέρα της Αναλήψεως του Σωτήρος, ενώ συγκεντρώνει πολλούς προσκυνητές την περίοδο του Πάσχα.
Μετά τους Ταξιάρχες, αρχίζουμε σταδιακά να αισθανόμαστε την
αλλάγη του υψομέτρου. Πλησιάζουμε στη διαστάυρωση για το μικρό αλλά πολύ γραφικό χωριό Δενδράκια, 23χλμ. από την πόλη, στις βορειοανατολικές παρυφές του Κεντρικού Φαλακρού. Η περιοχή προσφέρεται για πεζοπορικές, διαδρομές σε πυκνό δάσος με ποικιλία
βλάστησης από δρυς, καστανιές, φουντουκιές και οξιές, μέχρι τον
αυχένα "Κεράσι" στα 1000μ. και στη δύσβατη ορεινή τοποθεσία της
"Μπάρας" στα 1300μ.
Επιστρέφοντας στο δρόμο μας για το Σιδηρόνερο, η βλάστηση γίνεται πυκνότερη στις πλαγιές και ανάμεσα στα ρέματα της περιοχής. Στα 22χλμ. από την Δράμα φτάνουμε στο επίσης γραφικό και ήσυχο Λιβαδερό, όπου συναντάμε το ευρωπαικό μονοπάτι Ε6, και λίγο πιο
πάνω, στο 25ο χλμ. δροσιζόμαστε από παγωμένο νερό πηγής. Από εδώ διασχίζουμε πυκνό δάσος από δρυς, όπου κατά τη χειμερινή περίοδο το χιόνι κάνει αισθητή την εμφάνιση του, όπως και ο πάγος. Όλες αυτές οι αλλαγές στο κλίμα, στο ορεινό έδαφος και στη βλάστηση γίνονται πιο έντονες στον αυχένα "Τουλουμπάρι", σε απόσταση 28 χλμ. από την Δράμα, εκεί όπου τα απομεινάρια στρατιωτικής μπάρας και φυλακίου μας οδηγούν πίσω στην εποχή του "Ψυχρού Πολέμου".
Για πρώτη φορά από αυτό το σημείο, μπορούμε να δούμε απέναντι τις επιβλητικές κορυφές της Κεντρικής Ροδόπης. Αριστερά μας, μέσα σε πυκνό
δάσος στη βόρεια πλευρά του Φαλακρού, ξεκινά χωματόδρομος με κατεύθηνση το Βώλακα σε διαδρομή 37χλμ., πραγματική πρόκληση μετά την άνοιξη για κατάλληλα οχήματα. Συνεχίζοντας την πορεία μας για το Σιδηρόνερο αρχίζουμε να κατηφορίζουμε προς τη σύγχρονη γέφυρα των Παπάδων, πάνω από την όμορφη λίμνη που σχηματίστηκε με τα νερά του Νέστου. Μετά τη γέφυρα, 38χλμ. από τη Δράμα, θα σταματήσουμε για λίγο στο μνημείο των ηρώων της μάχης των Παπάδων του 1944 και των θυμάτων των εκτελέσεων από το στρατο κατοχής την ίδια χρονιά, ενώ μπροστά μας η θέα προς το Φαλακρό και τη λίμνη είναι μοναδική. Με την είσοδο μας στο Σιδηρόνερο, χωριό με
ελάχιστους μόνιμους αλλά πραγματικά φιλόξενους κατοίκους, μπορούμε να ακολουθήσουμε το
χωμάτινο δρόμο προς τα υδροηλέκτρικά φράγματα του Νέστου, σε απόσταση 22χλμ. ή να
συνεχίσουμε την πορεία μας προς το δάσος της Ελατιάς.
Με προορισμό το δασικό χωριό της Ελατιάς, 26 χλμ. από το σημείο που βρισκόμαστε και πάντοτε σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο, θα συναντήσουμε στη πορεία μας τη Σκαλωτή, το τελευταιο χωριό για προμήθειες πριν από την είσοδο μας στο δασικό σύμπλεγμα, σε απόσταση 9 χλμ. από το Σιδηρόνερο. Οδηγούμε ήδη σε υψόμετρο πάνω από 900μ. ανάμεσα σε πλαγιές με μεικτά δάση όπου κυριαρχεί το πεύκο, απολαμβάνοντας τη θέα προς τη βόρεια πλευρά του Φαλακρού.

Κοντά στο παλιό δασικό εργοτάξιο, υπάρχει δρόμος με βόρεια πορεία που διατρέχει, μέσα από τρεις διαφορετικές διαδρομές, την περιοχή "Πυκνός Λόφος".Συνεχίζοντας τη βασική μας πορεία φτάνουμε κάτω από τον ίσκιο τεράστιων δέντρων στο δασικό χωριό της Ελατιάς,
κέντρο όλης της υλοτομικής δραστηριότητας από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο και έρημη πολιτεία το χειμώνα, πνιγμένη στο χιόνι.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1600μ. σε μια περιοχή με μέση ετήσια θερμοκρασία 9 βαθμούς και ετήσιο ύψος βροχής ιδιαίτερα ψηλό,
πάνω από 1200 mm.
Ανατολικά του χωριού και σε απόσταση 7χλμ. βρίσκεται η θέση "Στραβόρεμα". Ο χώρος είναι ένα μικρό λιβάδι μέσα σε πυκνά δάση ερυθρελάτης και δασικής πεύκης και χαραχτηρίζεται από τους έντονους μαιανδρισμούς του ρέματος που τον διασχίζει. Η μοναδική για τον ελληνικό χώρο ερυθρελάτη αποτελεί το νοτιότερο άκρο εξάπλωσης ψυχροβίων κωνοφόρων στον ευρωπαικό χώρο.
Στην περιοχή υπάρχει πυκνό δίκτυο τρακτερόδρομων (δασικών δρόμων μιας χρήσης), το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πεζοπορία. Το "Στραβόρεμα" συνδέεται με το δασικό χωριό με τρακτερόδρομο μήκους 3χλμ. Ο δρόμος του
"Στραβορέματος" συνεχίζει με νότια πορεία και για 15χλμ. είναι κακής βατότητας, περνάει ψηλότερα απ’ότι "Στραβόρεμα" και στα πρώτα χιλιόμετρα υπάρχει ο ομώνυμος καταρράκτης.
Ο δρόμος τελείωνει μόλις περάσουμε το "Μεγάλο Ρέμα", ενώ λίγο πριν από το τέλος του
συναντάμε παράκαμψη με βόρεια κατέυθυνση, που περνάει από δυο εγκαταλελειμμένους οικισμούς(Άνω και Κάτω
"Αλίκιοϊ") και ενώνεται με τον κεντρικό δρόμο Φρακτού-Ελατιάς.
Μετά το τέλος του δρόμου "Στραβορέματος" ακολουθέι παλιό μονοπάτι σε καλή κατάσταση, το οποίο έχει πορεία κατά μήκος του "Μεγάλου
Ρέματος", Η περιοχή αυτή έχει διάσπαρτα ερείπια, μαντριά, πεζούλια, ενώ οι δύο πλευρές του ρέματος συνδέονται με παλιά γεφύρια βυζντινού τύπου.
Κάθε χρόνο, κοντά στο δασικό χωριό γίνεται το αντάμωμα των Σαρακατσάνων στις 20 Ιουλίου, στη γιορτή του Προφήτη Ηλία. Η περιοχή άλλωστε κατοικούνταν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, από Σαρακατσάνους με τα κοπάδια τους στις μικρές κοινωνίες των "τσελιγκάτων". Από τη γιορτή του Αϊ-Γιώργη μέχρι εκείνη του Αϊ-Δημήτρη, οι Σαρακατσάνοι έφερναν εδώ τα κοπάδια τους σε τριάντα "τσελιγκάτα", όπως του "Κούτρα" (στο σημερινό δασικό χωριό), του "Λεπίδα", του "Δαλακούρα", που έδωσαν το όνομα τους σε περιοχές των βουνών.
Κοντά στο δασικό χωριό θα λειτουργήσει σύντομα ξενώνας, μέσα στο πυκνό
δάσος, ενώ στο χωριό υπάρχει περιορισμένη δυνάτότητα φιλοξενίας ύστερα από συννενόηση με τη δασική υπηρεσία. Στη διαδρομή μέχρι την Ελατιά μπορούμε να βρούμε ταβέρνες με καλό φαγητό στο Λιβαδερό, στο Σιδηρόνερο και στη
Σκαλωτή. Εξαιτίας του ιδανικού κλίματος θα πάρουμε μαζί μας πέστροφες από εκτροφείο κοντά στο Σιδηρόνερο, ντόπια κρέατα, όπως αγριόχοιρου , τυροκομικά προιόντα και μέλι από το Σιδηρόνερο.
Το δασικό χωριό της Ελατιάς συνδέεται με οδικό
δίκτυο τόσο με το δάσος Συμήδας όσο και με το
δάσος Φρακτού. Η πρώτη διαδρομή είναι 26χλμ.
μέχρι το εργοτάξιο της Παναγιάς και διέρχεται από δάσος ερυθρελάτης και κυρίως δασικής πεύκης. Για τη δεύτερη προτεινόμενη διαδρομή θα καλύψουμε απόσταση 50χλμ. μέχρι το εργοτάξιο του Φρακτού, που θα μας αποζημιώσει με το δάσος ερυθρελάτης, δασικής και μαύρης πεύκης.

 

ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΟΤΑΝ ΖΑΓΚΡΑΝΤΕΝΙΑ

Ενα κείμενο του Χρήστου Μπανέλα

Η ιδέα για ποδηλατική περιήγηση στη Ροδόπη είχε πέσει ένα ανυποψίαστο βράδυ σε ένα μπαρ, κάνα μήνα πριν. Παρά τους κάποιους φόβους λόγω έλλειψης σχετικής πείρας το ταξίδι αποφασίσθηκε, μπορεί να ήταν και η άφθονη μπύρα που έρεε εκείνο το βράδυ. Κανείς μας ουσιαστικά δεν είχε προηγούμενη εμπειρία για ένα τέτοιο ταξίδι, που θεωρήσαμε (εύστοχα όπως αποδείχθηκε) σαν την καλύτερη επιλογή για καλοκαιρινές διακοπές. Μόνο ένας από τους τέσσερις είχε κάποια εμπειρία από πολυήμερη διαβίωση στην ύπαιθρο. Εντάξει όλοι είχαμε κοιμηθεί σε κάποια παραλία νησιού (μου φαίνεται σαν να έχουν περάσει δεκαετίες), αλλά δεν είναι το ίδιο με το βουνό, έστω και το κατακαλόκαιρο. Παρόλα αυτά δεν αντιμετωπίσαμε ιδιαίτερα προβλήματα, εκτός από μερικές μικρές ταλαιπωρίες εκ των υστέρων κωμικές. Πολύτιμη βοήθεια προσέφερε ο Μίλτος ο Ζέρβας (εκδότης του ορειβατικού «Ανεβαίνοντας στα βουνά του κόσμου») με τις συμβουλές του.

 Βρεθήκαμε λοιπόν μια αυγουστιάτικη μέρα στο δρόμο να ταξιδεύουμε ολημερίς για το Σιδηρόνερο, ένα χωριό 40χμ βόρεια της Δράμας. Μετά από διαδρομή 700 χμ οι κύριοι Διονύσης Αλεξανδρόπουλος, Απόστολος Φούτας, ο υπογράφων, η κυρία Λένα Βατσέλα και η απαλούζα Μπόνυ βρισκόμαστε στο χιλιόμετρο 0 του ταξιδιού μας. Έχοντας φθάσει νύχτα ψάχνουμε κάπου στο χωριό να στήσουμε σκηνές, μάταια όμως λες και δεν υπάρχει ένα ίσιο κομμάτι γης. Εντέλει ο μαγαζάτορας που φρόντισε για το δείπνο, μας πληροφορεί πως 500μ έξω από το χωριό υπάρχει μια αλάνα κατάλληλη για διανυκτέρευση. Έχει πάει 11:00 η ώρα και αποφασίζουμε πως θα πρέπει να τη δούμε αν δεν θέλουμε να κάνουμε ολονυκτία στο τσιμέντο. Εντέλει βρίσκουμε το ξέφωτο δίπλα στην άσφαλτο, 3 χμ δρόμο έξω από το χωριό. Ωραιότατο μέρος για κατασκήνωση και απολαύσαμε ύπνο αν εξαιρέσεις το ότι μας φάγανε στρατιές από μυρμήγκια. Τίποτε μα τίποτε δεν μας χαλάει πια το κέφι και ανυπομονούμε να ξεκινήσουμε για τη Σκαλωτή 15χμ πιο πάνω. Αφήνουμε το ένα αυτοκίνητο στο Σιδηρόνερο, μιας και μόνο το τζιπ θα ακολουθήσει να κουβαλάει τα πράγματα με τη κα Βατσέλα στο τιμόνι, πρωτάρα και αυτή. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε ήταν Σκαλωτή – Ελατιά – Στραβόρεμα – Ζ – Φρακτό – Παρανέστι – Δράμα – και τέλος Σιδηρόνερο. Η άσφαλτος που ανηφορίζει προς το επόμενο χωριό είναι εύκολη, μα ο ήλιος δυνατός και η βλάστηση είναι ακόμη κοντή και αραιή, τουλάχιστον με τις προδιαγραφές που συναντήσαμε τις επόμενες μέρες.

Μικρό αλλά πολύ ευχάριστο χωριό η Σκαλωτή έχει το χαρακτήρα και τη γοητεία του. Αποφασίζουμε να καθίσουμε για πιούμε ένα τελευταίο καφέ σε καρέκλα και να χρησιμοποιήσουμε το καρτοτηλέφωνο που υπάρχει εκεί. Αποδεικνύεται πως είναι και η τελευταία δυνατότητα επικοινωνίας που θα έχουμε, για κάμποσες μέρες. Στο καφενείο γνωρίζουμε τον Λάζαρο, υπεύθυνο του δασαρχείου στο χωριό. Όπως μας είπε ο Λάζαρος το χωριό κτίσθηκε από Ποντίους πρόσφυγες το 1912. Κάποτε γνώρισε μεγάλες μέρες η Σκαλωτή, Σαρακατσαναίοι και Πομάκοι έβοσκαν 160000 πρόβατα στην περιοχή. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε Καραντερέ, μα ατέλειωτα βοσκοτόπια και τα παλιά ονόματα στο δάσος τα είχαν δώσει από τους Σαρακατσαναίους τσέλιγκες που όριζαν τη περιοχή (π.χ. Τσάκαλος). Αργότερα κυνηγητά, πόλεμοι, βουλγάρικη κατοχή, ξεσπιτώματα, φύγανε τα πρόβατα δάσωσε το μέρος. Σήμερα η κύρια δραστηριότητα στη περιοχή είναι η υλοτομία. Πριν ξεκινήσουμε αδειάζουμε τα παγούρια μας και βάζουμε φρέσκο νεράκι, η προμήθεια που είχαμε κάνει στο Σιδηρόνερο δεν μας ικανοποιούσε, όνομα και πράγμα, το νερό καθόταν σαν πέτρα στο στομάχι.

Η άσφαλτος συνεχίζει για 3-4 χμ έξω από τη Σκαλωτή, δίνοντας τη συνέχεια σε φαρδύ χωματόδρομο όλο πούδρα κάτω, από τα βαρυφορτωμένα με κορμούς φορτηγά. Στα 12 χμ από τη Σκαλωτή φθάνουμε στο παλιό κεντρικό εργοτάξιο της Ελατιάς (όπως λέγεται τώρα το Καραντερέ). Μισοερειπωμένο πλέον, τα λίγα κατοικίσημα σπίτια τα καταλαμβάνουν γελαδάρηδες. Στην άκρη του δρόμου βρίσκεται η πηγή του εργοταξίου. Η πυκνή σκιά και οι πάγκοι που υπάρχουν κάνουν το μέρος ιδανικό για ξεκούραση από τον ήλιο του μεσημεριού. Αφού απολαύσαμε δροσιά, πήραμε το δρόμο για το καινούργιο δασικό χωριό που είναι άλλα πέντε χιλιόμετρα δρόμος. Κάπου εδώ αρχίζει και το δάσος της ερυθρελάτης που το χρώμα της χαρακτηρίζει τη περιοχή. Το είδος αυτό δεν υπάρχει σε άλλο μέρος της Ελλάδας και είναι το νοτιότερο δάσος ερυθρελάτης στην Ευρώπη. Το τοπίο αλλάζει και το δάσος αρχίζει να δείχνει πιο δάσος! Η βλάστηση σαν να πυκνώνει, αίσθηση που προκαλείται από τα ψηλά έλατα με τους φαρδύς κρεμαστούς κλώνους τους. Ξαφνικά το οπτικό πεδίο πλαταίνει και αποκαλύπτει το νέο δασικό χωριό. Εντυπωσιακό συγκρότημα με όποιες προδιαγραφές και αν το δει κανείς. Έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει πάνω από 100 εργάτες με πλήρη υποδομή, για κάποιο περίεργο λόγο όμως είναι άδειο. Ο φύλακας του συγκροτήματος κάλλιστα θα μπορούσε να παίξει σε αμερικάνικη ταινία και να τυποποιήσει τον άνθρωπο των συνόρων. Παρόλη την άγρια εμφάνιση είναι πρόθυμος να μας δώσει οδηγίες για το μέρος, μας προτείνει περιοχές που αξίζει να επισκεφθούμε και μας συστήνει το Στραβόρεμα σαν το καλύτερο μέρος για κατασκήνωση. Μέσα στη κουβέντα πετάει και κάτι σπόντες για φυσιολάτρες και προφέρει τη λέξη σαν να γρυλίζει, θα καταλάβουμε αργότερα όταν έρθει το σαββατοκύριακο και μας βρει στο Στραβόρεμα. Η περιοχή γύρω από το δασικό συγκρότημα δεν μας εμπνέει για κατασκήνωση και αποφασίζουμε, μια και είναι κοντά, να προχωρήσουμε για το Στραβόρεμα. Απέχει μόλις έξη χιλιόμετρα από το σημείο που βρισκόμαστε και δύο χιλιόμετρα από τον κεντρικό δρόμο που ενώνει την Ελατιά με το Φρακτό. Κάπου εκεί συνειδητοποιούμε πως δεν είναι απαραίτητο να ρωτάμε και κρατάμε σημειώσεις για το πώς θα πάμε που, μια και το δασαρχείο έχει τοποθετήσει πινακίδες σε όλες τις κύριες διασταυρώσεις. Στη Θεσσαλονίκη μπερδευτήκαμε, στο δάσος της Ροδόπης όχι.

Η εικόνα που αντικρίζουμε με την άφιξή μας στο Στραβόρεμα, κοινώς, μας φτιάχνει. Η ρεματιά αυτή είναι το ιδανικό μέρος για κατασκήνωση. Κατεβαίνοντας τα δύο τελευταία χιλιόμετρα το ρέμα ανοίγει σε ένα λαγκάδι επίπεδο όλο χόρτο και το ρυάκι να κυλάει στην άκρη όλο κορδέλες, εξού και Στραβόρεμα. Στις πλαγιές γύρω οι ερυθρελάτες σχηματίζουν μια αδιαπέραστη κουρτίνα από κλαριά και όπως πέφτει το σούρουπο η καταχνιά αρχίζει και κάθεται όλο και πιο χαμηλά. Λίγο παρακάτω δεύτερο λαγκάδι, μια βρύση στην άκρη και υπόστεγο από κορμούς, προσφορά του δασαρχείου προς τους εκδρομείς. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε δει ομορφιές, μα τίποτα το εξαιρετικό που να δικαιολογεί όλο αυτό το ταξίδι, εδώ όμως το πράγμα αρχίζει να παίζει. Στήνουμε σκηνές γρήγορα-γρήγορα, είχαμε μάθει απ’ το προηγούμενο βράδυ όπου μέχρι και οδηγίες αναγκασθήκαμε να βγάλουμε και ετοιμάζουμε το δείπνο. Η βραδιά είναι μαγική κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, μετά από 40κάτι χιλιόμετρα και τόσεςεικόνες η ηρεμία είναι σχεδόν ηδονική. Το μόνο που μας λείπει είναι ένα μπουκάλι καλό τσίπουρο. Είχαμε κάνει το λάθος να αφήσουμε την προμήθεια της κατάλληλης συνοδείας στις βραδινές μας κουβεντούλες για το ντόπιο είδος. Αλλά φευ, σε όλη τη περιοχή είχαν τη συνήθεια να προσθέτουν γλυκάνισο, πρακτική που καθιστά το ποτό ασυμβίβαστο με έντονες σωματικές δραστηριότητες. Περιοριζόμαστε κατ’ ανάγκη σε ελαχίστη κατανάλωση, παρόλο που το περιβάλλον καλεί γιαξενύχτι και σκέψεις που ακολουθούν τον ρουν του ρυακιού.

Που να ξέρω τι νύχτα μου επεφύλασσε το Στραβόρεμα. Το σύννεφο που έχει καθίσει μέσα στη ρεματιά, παρά τη χαρά που δίνει στο μάτι, κάνει την αίσθηση του κρύου αφόρητη μια και η θερμοκρασία πέφτει στους 5 βαθμούς. Μην έχοντας κατάλληλο εξοπλισμό μαθαίνω με σκληρό τρόπο τον σεβασμό που οφείλω στο βουνό. Ο υπνόσακος που έχω είναι αστείας ποιότητας και μικρός, ίσα - ίσα μου φθάνει στους ώμους, μεγάλη αβλεψία από έναν άνθρωπο της πόλης. Παγωμένος από την υγρασία αναγκάζομαι να καταφύγω στο αυτοκίνητο για να περάσω τις ώρες που έμειναν μέχρι το ξημέρωμα. Η καταχνιά έχει καθίσει πάνω στο χορτάρι και το τοπίο είναι από άλλο κόσμο. Αίφνης ακούγεται ένα υπόκωφο βουητό και ταρακουνιέται η γη, το θέατρο της φύσης σε όλο του το μεγαλείο και χωρίς συνέπειες – το καλύτερο. Την προηγούμενη νύχτα βλέποντας και ακούγοντας τους υπόλοιπους της παρέας, αναρωτιόμουν τι χρειάζονταν οι υπνόσακοι που είχαν για –15 κλπ. Δεν λεει τίποτα που τόσα χρόνια ανεβαίνω στο βουνό είτε με τη μηχανή είτε με το ποδήλατο, άλλο η μέρα άλλο η νύχτα. Εκ των υστέρων μαθαίνουμε ότι το Στραβόρεμα είναι το πιο κρύο σημείο της οροσειράς, το χειμώνα δεν περνάει τίποτα από εκεί.

Την επομένη και παρόλη τη ταλαιπωρία, συμφωνούμε να μείνουμε άλλο ένα βράδυ εκεί και να κάνουμε μια τοπική βόλτα. Ακολουθούμε ένα παλαιό μονοπάτι υλοτομίας που ξεκινά πίσω από το κιόσκι που ανέφερα παραπάνω. Η αρχική κλίση του μονοπατιού τα πρώτα 500 μέτρα, είναι εξωπραγματική. Σταδιακά ή κλίση γίνεται πιο ανθρώπινη, ανεβαίνουμε στα ποδήλατα καθώς μπαίνουμε σε μία περιοχή του δάσους εκπληκτικής ομορφιάς, η ατμόσφαιρα πάλλεται με ζεστασιά και λαμπρότητα, μοναδικό μέρος. Γνωρίζουμε από το φύλακα πως ο δρόμος οδηγεί σε μια τοποθεσία Κούτρος και μετά έχοντας κλείσει τον κύκλο, στο δασικό χωριό. Σε κάποιες διασταυρώσεις που συναντάμε παίρνουμε την πιο λογική επιλογή για τη κατεύθυνση του δασικού χωριού και μετά από λίγο φθάνουμε στον Κούτρο, μια τεράστια αλάνα με αχυρένιες καλύβες στην άκρη. Η περιοχή λέγεται και αντάμωμα από το γνωστό έθιμο των Σαρακατσαναίων πού έχουν από τότε που έκαναν τη ζωή των νομάδων. Είναι φανερό ότι αυτό το πλάτωμα έχει κοπεί και ισοπεδωθεί από ανθρώπινο χέρι, πρακτική που δεν μας αρέσει καθόλου. Η επίπεδη επιφάνεια χτυπάει στο μάτι σαν να υπήρχε μια πολυκατοικία μέσα στο δάσος.

Προσπερνάμε το δασικό χωριό και στη διασταύρωση για το Στραβόρεμα ακολουθούμε τον αντίθετο δρόμο, οι πινακίδες λενε Ε.Φ. Τσάκαλος (ο τσέλιγκας που λέγαμε). Η πινακίδα στη διασταύρωση λεει 12 χιλιόμετρα, αλλά οι υπόλοιπες πινακίδες σε βγάζουν από το κύριο δρόμο και σε οδηγούν από τον κοντό. Η διαδρομή που παίρνουμε είναι πιο μικρή αλλά πιο απότομη και πολύ πιο όμορφη. Το έδαφος είναι περίεργο με μεγάλες αμμούδες που σε συνδυασμό με την κλίση κάνουν την ανάβαση επίπονη. Τα speedmax αρκετές φορές χρειάστηκαν διπλοπεταλιές για να περάσουν. Πλησιάζοντας τα 1800 μέτρα που είναι το συνοριακό φυλάκιο το τοπίο αλλάζει, βγαίνουμε από το δάσος που δίνει τη θέση του σε θάμνους και κάτι περίεργους στην όψη βράχους.

Το φυλάκιο χτίσθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου από τους αντάρτες κατά τον εμφύλιο, σωστή αετοφωλιά όπως κρέμεται δίπλα στο γκρεμό. Τη φρουρά την αποτελούν παλικάρια απ’ όλη την Ελλάδα - Νίκαια, Δραπετσώνα, Θεσσαλονίκη, Ήπειρο. Τα παιδιά μας λενε το παράπονό τους, το φυλάκιο είναι καλοκαιρινό το χειμώνα ανεβαίνουν κυνηγοί για αγριογούρουνα και βρίσκουν καταφύγιο στο φυλάκιο. Κάθε χρόνο οι κυνηγοί κόβουν τα ξύλα της σκεπής και τα καινε στη σόμπα, άντε και κάθε χρόνο οι φαντάροι πρέπει να την ξαναφτιάχνουν.

-          Να φανταστείς ρε φίλε, λεει ο λοχίας, την αποθήκη την αφήνει η φρουρά πάντοτε τίγκα στο καυσόξυλο.

Ξέρετε ποιοι κυνηγοί, αυτοί που ρίχνουν τα σκυλιά τους στη δοντάρα του αγριογούρουνου να τους το φέρουν και μετά το τουφεκάνε δέκα.

Επιστροφή στο Στραβόρεμα για διανυκτέρευση όπου μας περιμένει μια έκπληξη. Το μέρος προφανώς είναι γνωστό και δημοφιλές στους φυσιολατρικούς κύκλους. Από Land Rover μέχρι Datsun, από σκηνές igloo μέχρι τροχοσκηνές, ευτυχώς ο χαμός γινόταν στο άλλο πλάτωμα που ήταν η βρύση και έτσι είχαμε σχετική ησυχία. Το Στραβόρεμα δεν είναι για σαββατοκύριακο! Το πρωί αφίχθη και εκδρομικό λεωφορείον, πολύ κίνηση βρε παιδί μου τα μαζεύουμε και όπου φύγει - φύγει.

Βγαίνουμε στο κεντρικό δρόμο και παίρνουμε το δρόμο που δείχνει η ταμπέλα, Ζαγκραντένια, Φρακτό, Παρθένο, είναι ένα και το αυτό. Αμέσως αντιμετωπίζουμε μια καλή ανάβαση που μας ζεσταίνει. Πάνω που ισιώνει ο δρόμος πέφτουμε πάνω σε μια παρέα με δύο Land Rover cabrio (ή όπως αλλιώς τα λενε), οι τύποι την είχανε δει αντβέντιουρ μια και το ένα ήταν τουμπαρισμένο 4-5 μέτρα κάτω απ’ το δρόμο να το συγκρατεί ένα δέντρο. Η προσφορά μας για βοήθεια περνάει στο ντούκου, «δεν τρέχει τίποτα θα το βγάλουμε μόνοι μας!». Ψυχραιμία οι τύποι παρόλο που ήταν εκεί από το προηγούμενο απόγευμα. Εντέλει μήπως κάτι μας τρελαίνει;

Μετά από λίγα χιλιόμετρα αρχίζει η κατάβαση για το Ζ κάπου στα 900 μ υψόμετρο, τη διασταύρωση για το Φρακτό (ίσια επάνω) και το Παρανέστι (δεξιά κάτω). Όσο ο δρόμος κατεβαίνει, η θερμοκρασία ανεβαίνει και ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι. Γύρω μας πετάει ένα σύννεφο από μύγες όλων των τύπων και μεγεθών. Κάποιος θα πρέπει σοβαρά να σκεφθεί πώς να κατασκευάσει μια ηλεκτρική αλογοουρά που να προσαρμόζεται κάπου πίσω στη σέλλα. Θα μπορούσε να ενεργοποιείται με κομβία στο τιμόνι, κάπως σαν τα νέα αυτόματα συστήματα ταχυτήτων που ακούμε πως θα μας έρθουν. Για να δώσω χείρα βοηθείας στον επίδοξο σχεδιαστή μπορώ να διατυπώσω ένα πιθανό πρόβλημα, στο μοντέλο για μεγάλα ταξίδια με μακριές ουρές να μπερδεύονται οι «τρίχες» στη μετάδοση. Ίσως να λύνετε το πρόβλημα με εσωτερικές ταχύτητες, το όλο σύστημα θα μπορούσε να ονομαστεί «plexus».

Αμέσως μετά το Ζ αρχίζει μια ανάβαση, μα τι ανάβαση! Ανεβαίνει – ανεβαίνει και τελειωμό δεν έχει. Το ηθικό όμως είναι ακμαίο, εδώ και πολύ ώρα δεν έχουμε δει αυτοκίνητο. Το τοπίο αλλάζει, εντυπωσιακές βραχώδεις κορφές αρχίζουν να φαίνονται. Παρόλο που η κάθε πεταλιά θέλει ένα αιώνα να γυρίσει, σε χρόνο μηδέν βρισκόμαστε μπροστά σε μια μπάρα. Αναρτημένη ταμπέλα αναγράφει «Παρθένο Δάσος – Απαγορεύεται η Είσοδος», χαζέψαμε.

Ξέραμε ότι πριν το παρθένο έπρεπε να βρούμε το δασικό χωριό του Φρακτού, μήπως το χάσαμε έπρεπε να στρίψουμε κάπου και δεν το καταλάβαμε, τι γίνεται. Δίπλα υπάρχει μια καλύβα με μερικούς λοτόμους να απολαμβάνουν το κυριακάτικο απόγευμα:

-          Τι γίνεται παιδιά θέλουμε να πάμε στο δασικό χωριό, έχουμε έρθει σωστά;

-          Μέχρι εδώ πάει, μας λενε, μετά είναι το παρθένο και πρέπει να γυρίσετε πίσω!

Μας κάνουνε πλάκα, σάλεψε το μυαλό μας μετά από αυτή τη διαδρομή. Βλέπουμε ένα μουλαρά λίγο παραπέρα και ρωτάμε κι αυτόν. Ο καλός ο άνθρωπος μας λεει πως το δασικό χωριό είναι 1.5 χιλιόμετρο παρακάτω, εκεί είναι ο φύλακας του δασαρχείου και με αυτόν να συνεννοηθούμε, ουφ.

Το μέρος δείχνει έρημο, ψυχή ζώσα δεν υπάρχει. Κάθε Παρασκευή οι υπάλληλοι του φεύγουν και επιστρέφουν τη Δευτέρα. Μετά από λίγο εμφανίζεται ο φύλακας, ο Νίκος από το Καζακστάν. Ρωτάμε που μπορούμε να μείνουμε και μαθαίνουμε πως έπρεπε να είχαμε πάρει άδεια από το δασαρχείο Δράμας. Μπορούμε όμως να στήσουμε σκηνές εκεί κοντά και να προσπαθήσουμε να πάρουμε άδεια την άλλη μέρα από τον υπεύθυνο δασολόγο που θα ανέβει. Από καλή μας τύχη το θέμα τακτοποιήθηκε, αλλά κινδυνεύει κανείς να αναγκαστεί να φύγει. Το δασαρχείο προσφέρει τη φιλοξενία του σε ένα αριθμό επισκεπτών που τους παραχωρεί κατάλυμα σε έναν από τους οικίσκους που υπάρχουν. Αν όμως κάποια άλλη παρέα ή ομάδα έχει πάρει άδεια και δεν υπάρχει χώρος, τότε δεν μένει παρά ο δρόμος της επιστροφής. Ας φροντίσει λοιπόν ο επίδοξος επισκέπτης να είναι τυπικός στο θέμα, για να μη βρεθεί προ εκπλήξεων. Απ’ ότι καταλάβαμε η άδεια για φιλοξενία στο δασικό χωριό χορηγείται βάσει του διαθέσιμου χώρου. ¶δεια όμως απαιτείται και για την επίσκεψη στο παρθένο δάσος, εδώ θα πρέπει να εξασκήσει ο ενδιαφερόμενος όση πειθώ διαθέτει. Το δασαρχείο προστατεύει το παρθένο από το ίδιο του το όνομα και τη γοητεία που ασκεί. Δεν θα ήθελαν οι δασολόγοι να το δουν να υποβαθμίζεται σε ένα ακόμη τουριστικό αξιοθέατο.

Αφού τακτοποιηθήκαμε εκεί κοντά κατεβαίνουμε πάλι στις εγκαταστάσεις του δασαρχείου για νερό και για να δειπνήσουμε εκεί. Είχαμε δει πρωτύτερα ένα κιόσκι με ξύλινα τραπέζια, πάγκους και με πανοραμική ανατολική θέα. Κάθεται μαζί μας και ο Νικόλας για ένα τσιπουράκι και κουβεντούλα. Μας λεει για το χωριό του, διαφορετικά ήταν στο Καζακστάν. Παρόλο που δεν το λεει καθαρά είναι φανερό πως νοσταλγεί την απέραντη χώρα. Καταριέται τους άνδρες με τα μεγάλα οράματα, «έτσι όπως τα κάνανε αν δεν είσαι μαφιόζος δεν βλέπεις προκοπή». Εδώ βολεύτηκε έχει πάρει ένα Unimog ζωγράφισε μερακλίδικα και τον χάρτη του Καζακστάν στο καπό του, έκανε οικογένεια, παιδιά, δεν έχει παράπονο. Η νοσταλγία όμως υπάρχει, μας μίλησε και για το ποτό που είναι δημοφιλές εκεί, κάτι σαν το αϊράνι.

-          Γεια σου Νικόλα μερακλή, με το Unimog σου.

Πάνω που τέλειωσε ο Νικόλας να αναπολεί τη μακρινή πατρίδα του, βγήκε πέρα από τις βουνοπλαγιές το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι και όλα λιώσανε. Δεν έμεινε τίποτε κάτω από αυτό το φως παρά το κιόσκι μέσα στην ησυχία. Το μόνο που ακούγονταν κάπου μακριά σε κάποιο καταυλισμό υλοτόμων, ο σκύλος να αλυχτά και να προειδοποιεί κάποιο αγρίμι να μη πλησιάσει άλλο, υπάρχει φύλακας.

Οι ντόπιοι παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν το βουλγάρικο όνομα της περιοχής, Ζαγκραντένια. Κάποια στιγμή σε μια προσπάθεια καθιέρωσης ελληνικών ονομάτων στη περιοχή, δόθηκε το όνομα Φρακτό που είναι ακριβής μετάφραση του παλαιού. Έχω την εντύπωση πάντως πως το νέο όνομα κάτι χάνει, το Ζαγκραντένια ηχεί κάπως παραμυθένιο και το δάσος αυτό έχει κάτι από παραμύθια. Η περιοχή γύρω από το χωριό κυκλώνεται από ένα φυσικό φράκτη βουνών, η ονομασία είναι περιγραφική. Προς το βορά φαίνεται το βουνό που απλώνεται το παρθένο δάσος, ανατολικότερα οι βράχοι που δημιουργούν το μεγάλο καταρράκτη στο Αχλαδόρεμα, ολόγυρα χαράδρες και ρεματιές κατηφορίζουν τα νερά τους να φουσκώσουν τον Νέστο.

Η πρώτη βόλτα στα γύρω μέρη μας οδηγεί στους καταρράκτες. Μετά από περίπου 6 χμ κατηφόρας πάνω στο δρόμο για τα ερείπια του Αχλαδοχωρίου και ακολουθώντας τις οδηγίες των δασικών, μετά το δεύτερο πέρασμα ποταμιού και αφού έχει αρχίσει η ανηφοριά, στη πρώτη στροφή ξεκινάει το μονοπάτι που οδηγεί στους καταρράκτες. Το μονοπάτι είναι σχετικά βατό έως μέσα βαθιά στη ρεματιά, απαιτεί όμως εξαιρετικά επίπεδα φυσικής κατάστασης και τεχνικής. Αυτός που θα επιμείνει έστω και κουβαλώντας, θα απολαύσει μια προκλητική κατάβαση σε ένα περιβάλλον που δύσκολα συναντάει κανείς. Μετά από 10 λεπτά πορείας συναντάς τον πρώτο καταρράκτη που είναι και ο μικρότερος, όμως δεν υστερεί σε τίποτα, παρά μόνο στο μέγεθος. Μετά από άλλα 20 λεπτά βρίσκεσαι στον δεύτερο που πέφτει από ένα αμφιθεατρικό βράχο από περίπου 15 μέτρα ύψος, ιδανικά νερά να δροσιστείς. Η πορεία για τον τρίτο είναι αρκετά δύσκολη, σε κάποια σημεία πάς με χέρια και με πόδια, θέλει μάλιστα ιδιαίτερη προσοχή μια και διασχίζει σάρα αλλά και δύσβατο μονοπάτι στη κρημνώδη πλαγιά της ρεματιάς. Το θέαμα είναι μεγαλειώδες καθώς τεράστια σκαλοπάτια ανεβαίνουν για 70-80 μέτρα προς μια κορφή που την κοσμούν φυσικά κάστρα βράχου. Η Ροδόπη υπέφερε τη φετινή χρονιά από πολύμηνη ξηρασία και το νερό στους καταρράκτες δεν είναι πάρα πολύ. Ευχαρίστως θα ξαναγυρνάγαμε σε αυτό το μέρος με το που λιώνουνε τα χιόνια, μόνο και μόνο να ακούσουμε την βοή! Επιστρέφοντας στο δρόμο υπάρχει η επιλογή να συνεχίσει κανείς μέχρι τα χαλάσματα του Αχλαδοχωρίου, διαδρομή που προσφέρει πολλές φυσικές ομορφιές. Ειλικρινά όμως οι ώρες που περάσαμε μέσα σ' αυτή την υπέροχη ρεματιά μας γέμισαν απόλυτα, δεν υπήρχε διάθεση παρά να γυρίσουμε στη βάση μας και να απολαύσουμε την αίσθηση ηρεμίας που μας είχε καταλάβει.

Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα πως τα 100 χιλιόμετρα που είχαμε διανύσει μέχρι το Φρακτό, δεν είχαν κανένα άλλο νόημα παρά να μας προετοιμάσουν για τον αισθητικό πλούτο που προστατεύει αυτή η φυσική οχύρωση των βουνών.

Παρθένο Δάσος – η κορύφωση του ταξιδιού, στο χάρτη μια μύτη στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Δράμας, χωμένη στη Βουλγαρία. 8500 στρέμματα που αρχίζουν από 1500 μέτρα υψόμετρο και φθάνουν στα 1953, στη κορυφή που είναι και τα σύνορα. Παρθένο δάσος σημαίνει ότι απαγορεύεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Η ανθρώπινη παρουσία στο δάσος περιορίζεται στο ελάχιστο, κάποιοι λίγοι περιηγητές που θα καταφέρουν να κάμψουν την άμυνα του δασαρχείου και επιστήμονες δασολόγοι ή μελετητές της άγριας ζωής. Οι ανθρώπινες αυτές δραστηριότητες επιδρούν, όπως μας πληροφορεί ο δασολόγος του Φρακτού, σε τέτοιο βαθμό που να μην του αποσπούν τον χαρακτήρα του αδιατάρακτου οικοσυστήματος. Το απαίδευτο μάτι δεν αντιλαμβάνεται τι σημαίνει παρθένο δάσος, το προφανές είναι η πυκνότητα της βλάστησης, που φαίνεται σαν αδιαπέραστη κουρτίνα γύρω από τον ένα και μοναδικό δρόμο που οδηγεί στη κορυφή. Ο δασολόγος ο κος Αργύρης Καράς με τον οποίο συζητάμε για το δάσος, μιλάει με πάθος. Πόσα δέντρα έχει στο στρέμμα, πως ανανεώνεται η συνύπαρξη νέων δέντρων και παλιών, πόσοι κορμοί είναι πεσμένοι, οι μηχανισμοί της ζωής. Ατέλειωτος ο κατάλογος των φυτών που αποτελούν τη βλάστηση εκεί. Ο μεγαλύτερος αριθμός των δένδρων είναι οξιά – ερυθρελάτη – ελάτη, αλλά υπάρχουν λεύκες, σημύδες, σφενδάμια κα. Το ίδιο πλούσια είναι και η πανίδα, μάλιστα αυτό που το κάνει μοναδικό (γι’ αυτό σημαντικό) στην Ευρώπη είναι η ύπαρξη σαρκοφάγων ζώων. Έτσι ο πληθυσμός των άγριων ζώων παραμένει σε οικολογική ισορροπία λόγω της αυτορύθμισης που επιτυγχάνεται με την παρουσία των σαρκοφάγων. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης δεν επιτυγχάνεται αυτό, λόγω της υπερβολικής αύξησης των φυτοφάγων ζώων. Υπάρχουν αρκούδες, λύκοι, λίγκες, ελάφια, αγριογούρουνα, αγριόγατοι, 120 διαφορετικά είδη πτηνών, μεταξύ τους 5 είδη αετών – αμέτρητος πλούτος. Δεν σταθήκαμε τυχεροί να δούμε κάποιο μεγάλο ζώο, η εικόνα όμως ενός τεράστιου αετού να πλανάρει και το σπουδαιότερο η κραυγή του όπως αντηχούσε μέσα στις ρεματιές, είναι ίσως το πολυτιμότερο απόκτημά μας από το ταξίδι αυτό.

Η εμπειρία αυτή απαιτεί να καλύψει κανείς υψομετρική διαφορά 600 μέτρων σε 15 χμ, η σκληρότερη ανάβαση που είχαμε συναντήσει μέχρι τώρα. Σε αυτά τα 15 χιλιόμετρα ξεκινάς από τα 1350 μέτρα, κατεβαίνεις στα 1250 για να ανέβεις στα 1850 με το ποδήλατο. Το τέλος της ανάβασης το σηματοδοτεί μια καλύβα και μια πηγή που την έχει κλείσει το δασαρχείο, για να αποθαρρύνει τους λαθροκυνηγούς και τη λαθραία κυκλοφορία γενικότερα. Αριστερά και πίσω από την πηγή υψώνεται η κορφή 100 μέτρα ψηλότερα που μόνο με τα πόδια μπορεί ν’ ανέβει κανείς. Η ανάβαση στη κορυφή δεν προσφέρει τίποτε το ιδιαίτερο, παρά μόνο την ικανοποίηση κάποιας λανθάνουσας πεζοπορικής επιθυμίας. Πάραυτα στη κορυφή γνωρίσαμε τον Ιβάν, Βούλγαρος κυνηγός πιθανότατα. Το ωραίο είναι πως ανεβαίνοντας είδαμε τη φιγούρα ενός ανθρώπου που κρατούσε όπλο να γυρνάει γύρω από τη κορυφή. Όταν φθάσαμε επάνω βρήκαμε τον Ιβάν καθισμένο στο υψομετρικό, που είναι και σύνορο, να κρατάει ένα ματσάκι αγριολούλουδα ρεμβάζοντας. Το όπλο το είχε κρύψει λίγο παραπέρα, ξεκάρφωμα ή δεν ήθελε να μας τρομάξει, άντε βρες δεν ξέραμε βουλγάρικα.

Επιστρέφοντας στη πηγή παρατηρούμε απέναντι ένα μονοπατάκι, ακολουθώντας το μετά από λίγα μέτρα βγαίνουμε από τη βλάστηση που πύκνωνε γύρω και βλέπουμε την ωραιότερη θέα που προσφέρει το μέρος. Κάτω από τα πόδια μας ξεκινάει ένα φαράγγι απόκρημνο, που μαθαίνουμε αργότερα πως λέγεται Αγριόγιδο, λόγω της παρουσίας του ομώνυμου ζώου.

 Πάντως το ωραιότερο κομμάτι του παρθένου είναι η … είσοδός του. Ένας φυσικός κήπος, εκεί είδαμε για πρώτη φορά αγριοφράουλες.

Το ταξίδι της επιστροφής είναι μία ατέλειωτη κατηφόρα, από τα 55 χμ έως το Παρανέστι τα 45 κατεβαίνουν. Χωρίς εμπρός ανάρτηση αποδείχθηκε φριχτή δοκιμασία για καλομαθημένα, από τις σύγχρονες αναρτήσεις, χέρια. Πάντως και αυτή η μέρα κρύβει εκπλήξεις. Όχι μακριά από το Ζ συναντάμε τα Λουτρά Θερμιών, μια βραζιλιάνικη παραγκούπολη στη Βόρεια Ελλάδα. Ένας μικρός λαβύρινθος από τσίγκινες παράγκες όπου διαβιούν και κουράρονται στα ιαματικά λουτρά διάφοροι πάσχοντες. Παρακάτω το ποτάμι που κατεβαίνει τη χαράδρα των Θερμιών έχει δημιουργήσει μεγάλες λεκάνες, ιδανικές για ένα δροσιστικό μπανάκι. Το καλύτερο μέρος που βρήκαμε είναι δίπλα σε ένα παλιό τοξωτό γεφύρι. Ακόμη παρακάτω ορθώνεται το φράγμα του Νέστου. Μετά από μια εβδομάδα στο βουνό έκανε τα μάτια μας να πονέσουν. Μετά το φράγμα αρχίζει η άσφαλτος, μετά από τη βασανιστική χωμάτινη κατάβαση για πρώτη φορά χαρήκαμε που αφήσαμε το χώμα και πατήσαμε τη γκρίζα επιφάνεια. Εάν υπάρχει χρόνος τα 50 καμπίσια χιλιόμετρα από το Παρανέστι προς Δράμα είναι ότι πρέπει για ξεκούραση, ιδανικός επίλογος μετά από 200 χμ χώμα.

Στη Δράμα, με τη πανέμορφη παλιά πόλη, κλείσαμε ένα ταξίδι που θα μας μείνει αξέχαστο από τη ξεχωριστή ομορφιά της Ροδόπης, την απεραντοσύνη του δάσους αλλά και τη καλή παρέα, σημαντικό στοιχείο για να πετύχει μια τέτοια εξόρμηση. Το μόνον πραγματικό από το ταξίδι πρόβλημα, το είχαμε αφού επιστρέψαμε στη πόλη, ούτε μια εβδομάδα δεν φτάνει για να επανενταχθεί κανείς.

 

Με 4Χ4 στη Δυτική Ροδόπη

 

Περιοδικό DRIVE Αύγουστος 1998

«Εκατόν πενήντα δύο άτομα μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο με καρδιαγγειακά και αναπνευστικά προβλήματα... Ο καύσωνας αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι και την Παρασκευή... Προβλήματα στις αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, λόγω της μαζικής εξόδου για διακοπές...».

Πρώτη φορά που το ραδιόφωνο έπιανε ελληνικό και όχι βουλγαρικό σταθμό, κι αμέσως φρόντιζε να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα. Στην οθόνη του κινητού, που κι αυτό για πρώτη φορά είχε σήμα, εμφανίστηκε το καταραμένο φακελάκι να αναβοσβήνει: «Έχετε 14 νέα μηνύματα, που δεν έχετε ακούσει». Από τη δουλειά, φυσικά, τα περισσότερα...

Μέσα στο αυτοκίνητο, ο κλιματισμός έδινε άνιση μάχη με τη λαύρα του κάμπου και τις εξατμίσεις των φορτηγών, που προσπερνούσες, προσπερνούσες και τελειωμό δεν είχαν.

Welcome back to civilization!

 Βρε παιδιά, που γυρίζουμε; Το σκεφτήκατε καλά;

Τρεισήμισι μέρες είχαμε περάσει μόνο στα βουνά, αλλά ήταν μέρες... ταχείας φόρτισης. Οι μπαταρίες μας είχαν γεμίσει μέχρι σκασμού. Και το μυαλό μας είχε αδειάσει. Ξέρετε τι είναι να κοιμάσαι σε χειμωνιάτικο σλίπινγκ-μπαγκ, να περιβάλλεσαι από παρθένα φύση αντί τσιμέντο, να βλέπεις μόνο τα αυτοκίνητα της δικής σου «αποστολής», να ακούς πουλιά και έντομα αντί εξατμίσεις «4 σε 1» και ραπ στη διαπασών, να μυρίζεις άρωμα χόρτου και λουλουδιών αντί καυσαέριο...

Τι θέμα να κάνουμε για τον Αύγουστο;

Σύσκεψη της σύνταξης, αρχές Ιουλίου, και τα μυαλά όλων στο πρόγραμμα «στύψιμο». Βαρύγδουπες, επιστημονικές δοκιμές, πολύπλοκα τεχνικά, «καυτές» έρευνες...όλα ‘out’. Ποιος διαβάζει τέτοια πράγματα στις διακοπές του;

Κάτι σχετικό με θάλασσα... αλλά τι; «Για φουσκωτά», επέμενε ο Τσάδαρης, με το πάθος του... νεοφώτιστου. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει πιο συγκεκριμένο, να το συνδέσει κάπως με το χαρακτήρα του περιοδικού. Περιοδικό αυτοκινήτου είμαστε, οι «οδηγίες ρυμούλκης και καθέλκυσης» προφανώς δεν θα μας κάλυπταν...

Έξω λοιπόν η θάλασσα. Βουνό, αντιπρότεινε κάποιος. Με τζιπ φυσικά. Αυτό σίγουρα έδενε καλύτερα, αλλά δεν το είχαμε ξανακάνει πέρσι το Γενάρη; Έπρεπε, ως εκ τούτου, το concept, η σύλληψη να είναι διαφορετική. Πρώτον, θα έπρεπε να πάμε σε άλλα βουνά, και όχι πάλι στα Άγραφα και την Πίνδο. Δεύτερον το κομμάτι θα έπρεπε να είναι πιο πολύ οδοιπορικό παρά δοκιμή αυτοκινήτων (Αύγουστος γαρ ). Και τρίτον, τα τζιπ δεν θα ήταν τώρα τόσα πολλά, αφού και λειψανδρία αντιμετωπίζαμε, λόγω της εποχής των αδειών, και δεν είχαμε φροντίσει να εξασφαλίσουμε τα 4Χ4 αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα να μας έχουν προλάβει διάφοροι άνθρωποι των εταιριών, αλλά και συνάδελφοι που προγραμματίζουν από καιρό τις... διακοπές τους.

Τελικά, το δείγμα των τεσσάρων αυτοκινήτων που συγκεντρώσαμε ήταν σχετικά αντιπροσωπευτικό: Ένα καθαρόαιμο τζιπ, ΤΟ Jeep, το Wrangler (και μάλιστα soft-top) για ν’ ανοίγει το δρόμο, ένα θηριώδες πεντάθυρο Toyota Land Cruiser 90, σε ρόλο κουβαλητή και οπισθοφυλακής για κάθε ενδεχόμενο (μας χρησίμευσε πολλαπλώς, όπως θα δείτε), ένα Daihatsu Terios 1.3 για να διαπιστώσουμε αν μπορεί ν’ ανταποκριθεί ένα μικρό 4Χ4 «Ελεύθερου Χρόνου» στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αποστολής, και βέβαια -αφού ο Μάρτης δεν μπορεί να λείπει από τη Σαρακοστή- ένα Suzuki Grand Vitara V6, σαν εκπρόσωπος της πιο καλοπουλημένης οικογένειας 4Χ4 στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Η αρχική ιδέα ήταν να ανέβουμε στον Όλυμπο και σε άλλες ψηλές κορυφές, όπως είχε κάνει πρόσφατα το αδελφό περιοδικό ΜΟΤΟ. Ο Διευθυντής Σύνταξής του, όμως, ο Βασίλης Καραχάλιος, δεν ήταν της γνώμης: «Θα φανεί σαν φτωχή αντιγραφή, καλύτερα να πάμε σ’ ένα μέρος πιο άγνωστο, όπως η Δυτική Ροδόπη».

«Ο Καραχάλιος; Πάλι;». Πικρόχολος ο Τσάδαρης, που είχε απορριφθεί η δική του ιδέα περί φουσκωτών, άρχισε να λέει ξανά τις γνωστές του ειρωνείες περί «Καραχαλιάδας Νο. 2» (η Νο. 1 ήταν το κομμάτι για την Πίνδο με τα δεκατρία τζιπ), αλλά βέβαια ήξερε πολύ καλά πως δεν υπήρχε άλλος που να ταίριαζε τόσο στο πνεύμα και να γνώριζε τα μέρη σε τέτοιο βαθμό, που να έχει έτοιμο road book, πλήρες και λεπτομερειακό, για όλες τις διαδρομές πάνω στο βουνό! Άλλωστε ο ίδιος ο Τσάδαρης, δεν θα ερχόταν, όπως και κανείς άλλος από το DRIVE πλην του υπογράφοντος, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων για το περιοδικό, οπότε έπρεπε να στραφούμε σε φίλους ειδικούς και πεπειραμένους. Προσκλήθηκε, λοιπόν, να συμμετάσχει στην αποστολή ο Πάνος Βάης, παλιός πρωταθλητής enduro, ορειβάτης, σκιέρ και όλα τα συναφή, καθώς και ο Παναγιώτης Σίδερης, διοργανωτής αγώνων, «ζυμωμένος» με τα 4Χ4 και γενικά άνθρωπος κι αυτός της περιπέτειας. Όλοι συν ταις γυναιξί, βέβαια, γιατί το να κάνεις 2000+ χιλιόμετρα μέσα σ’ ένα τζιπ και να μένεις μόνος σου σε σκηνή τη νύχτα δεν λέει...

Αυτά περί προορισμού και σύνθεσης. Ακολουθούσε η φάση «εξοπλισμός». Δώστε βάση κι εσείς, όσοι κάνατε όρεξη για παρόμοιες διαδρομές σε έρημα βουνά:

1. Κτηνώδεις ιμάντες ρυμούλκησης (2). Όχι ρυμούλκες Ι.Χ. !

2. Καλώδια μπαταρίας.

3. Φτυάρι.

4. Κάνιστρα (2) για επιπλέον βενζίνη.

5. Σχοινί.

6. Πριόνι και τσεκούρι.

7. Εργαλεία διάφορα.

Έτσι έγραφε επί λέξη το ενημερωτικό bulletin, που μοιράστηκε στους συμμετέχοντες. Και συνέχιζε παρακάτω:

Προσωπικός εξοπλισμός για διαμονή στο ύπαιθρο (και κανένα μπουφανάκι, ε;!).

Παραλείπω τα περί προμηθειών σε φαγώσιμα και σκεύη, για να κλείσω το κεφάλαιο με τα τρία ων ουκ άνευ: Δοχεία για νερό (μεγάλα), ψυγεία πάγου και σακούλες σκουπιδιών.

Όσα εκ των ανωτέρω υπήρχαν, προσκομίστηκαν, όσα δεν υπήρχαν -ή δεν βρέθηκαν- αγοράστηκαν, και να ‘μαστε στο σημείο συνάντησης, στο Mac Donald’s μετά τα διόδια των Αφιδνών. Οκτώ η ώρα το πρωί, γιατί η προοπτική ταξιδιού στην Εθνική Αθηνών - Θεσσαλονίκης, κατακαλόκαιρο, δεν είναι από τις πιο ευχάριστες άμα κάνει πως μεσημεριάζει. Ιδίως μέσα σε τζιπ με πάνινη κουκούλα και χωρίς κλιματισμό. Πάντως το Wrangler ταξίδευε (λίγο) πιο γρήγορα και σταθερά απ’ ότι περίμενα. Ο πλάγιος άνεμος (ή μάλλον λίβας ) επηρέαζε περισσότερο το ψηλό και στενό Terios, που επιπλέον είχε κουρασμένα αμορτισέρ, ενώ το στροφόμετρό του έδειχνε 5000+ στα 130. Όλα είναι όμως μια ιδέα. Το μοτέρ, που ανεβάζει άνετα 7500, δεν έχει ανάγκη και μπορείς να οδηγείς συνεχώς με το πόδι στο πάτωμα -κάτι που χρειάζεται, άλλωστε, για να μπορείς να προσπερνάς με τον κλιματισμό σε λειτουργία. Πάντως, παρά τον κλιματισμό, ο εκάστοτε οδηγός του μικρού Daihatsu ευχαρίστως κατέφευγε στο Grand Vitara ή το Land Cruiser όταν τελείωνε η βάρδιά του -κι ακόμα περισσότερο, βέβαια, ο οδηγός του Jeep.

 Μια από τις προγραμματισμένες στάσεις ήταν σε μεγάλο σούπερ-μάρκετ της Λάρισας, για την προμήθεια τροφίμων και λοιπών χρειωδών. Κοιτώντας, κατόπιν, το τιμολόγιο των τριών μέτρων μήκους και βλέποντας τον αριθμό και τον όγκο των χαρτοκιβωτίων, συνειδητοποίησα γιατί χρειαζόμαστε τελικά να έχουμε μαζί μας κι ένα «φορτηγό» σαν το Land Cruiser. Το μεγάλο Toyota ανέλαβε το ρόλο του οχήματος τροφοδοσίας, ανθρώπων και κινητήρων, αφού μετέφερε και τα έξτρα μπιτόνια βενζίνης. Η ανάρτησή του δεν έδειξε να πτοείται από το φορτίο, ούτε ο V6 των 3,4 λίτρων. Ακόμα καλύτερο όμως, στην άσφαλτο, ήταν για τους περισσότερους το Grand Vitara. Μικρότερο και πιο «μανετζέβελο», με τον μεταξένιο του V6 να τραβάει το ίδιο δυνατά από τις 1000 μέχρι τις 6500, είχε την πιο «επιβατική» αίσθηση απ’ όλα. Κατανάλωνε και σαφώς λιγότερα από το Toyota και το Jeep: 12,3 λίτρα/100 χλμ. Αντί 15,0 και 13,8 λίτρων /100 χλμ. αντίστοιχα. Το Terios όμως, παρότι προσπαθούσε πολύ περισσότερο, αποδείχθηκε ακόμα πιο ολιγαρκές, ρουφώντας -με το καλαμάκι- μόνο 10,5 λίτρα για κάθε 100 χλμ. εθνικού και επαρχιακού δρόμου.

Εθνική, λοιπόν, μέχρι Θεσσαλονίκη, ύστερα επαρχιακός δρόμος για Κιλκίς, Ελευθεροχώρι. Από τη Δοϊράνη και μετά, δίπλα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, κάτω από τη σκιά του Μπέλες. Ονόματα γνωστά από την ιστορία του πολέμου, αλλά μέρη στην ουσία άγνωστα, καταπράσινα και πανέμορφα.

Το τέρμα του ταξιδιού ήταν στα Άνω Πορόια, ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό, ψηλά πάνω από τη λίμνη Κερκίνη. Με δυο ξενοδοχεία, παρακαλώ, και με αρκετή κίνηση παραθεριστών, κυρίως μεταναστών που είχαν γυρίσει για το καλοκαίρι. Δεν ήταν η συνταγή για ήσυχο ύπνο, ιδίως σε συνδυασμό με τη ζέστη εκείνης της μέρας. «Πάντα εδώ κάνει δροσιά», μας έλεγαν απορημένοι οι ντόπιοι, «τώρα τι το ‘πιασε;». Άλλο ένα κίνητρο για να την κάνουμε γρήγορα για τα βουνά την επόμενη. Δεν ήταν άλλωστε τίποτα το να ξυπνήσουμε νωρίς, αφού είχαμε φτάσει απογευματάκι και πολύ λιγότερο κουρασμένοι απ’ ότι περιμέναμε. Το να φτάσεις στην άκρη της Ελλάδας δεν είναι τελικά τίποτε, ακόμα και με τζιπ, καλοκαίρι και με τα έργα που χρονίζουν στην Εθνική.

Από τα Άνω Πορόια ήταν που άρχιζε από την επόμενη το καθεαυτού ταξίδι. Ή μάλλον από το συνοριακό φυλάκιο του Προμαχώνα. Μόλις το αντικρίσαμε, μηδενίσαμε τα οδόμετρα και, βάσει road book, κάναμε δεξιά και πάνω για Άγκιστρο. Ένα χωριό, που θα ήταν σαν όλα τα’ άλλα της περιοχής, αν δεν είχε κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει: ένα χαμάμ σε πλήρη λειτουργία. «Από τον καιρό των Τούρκων;», ρωτήσαμε. «Όχι, των Βυζαντινών», μας διόρθωσαν. Δεν είναι όμως το κλασικό χαμάμ με το ατμόλουτρο, αλλά ένα λουτρό που το νερό του έρχεται από φυσική θερμοπηγή με θερμοκρασία γύρω σους 50 βαθμούς.

Με 500 δρχ. (το άτομο) μπορεί να νιώσει κανείς... Βυζαντινός, κι εμείς δεν χάσαμε φυσικά την ευκαιρία της επαφής με ζεστό νερό, γιατί θα ήταν η τελευταία για 4 ημέρες. Κι από εδώ και πέρα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο: αυτό της σκόνης.

Στα 9,6 χλμ., όπου εκκλησία αριστερά, αρχίζει ο χωματόδρομος -έδειχνε το road book. Ένας χωματόδρομος εγκαταλειμμένος, χορταριασμένος, σχεδόν κλεισμένος από τους θάμνους που είχαν μεγαλώσει. Απομεινάρι άλλων εποχών, θερμού και ψυχρού πολέμου, αφού εδώ παρακάτω ήταν το οχυρό Ρούπελ και λίγο πιο πάνω η Βουλγαρία. Ανεβαίνοντας προς το αυχένα, ο δρόμος στένευε. Δεξιά κι αριστερά αγκαθωτά συρματοπλέγματα, με μικρές κόκκινες πινακίδες: «MINES -ΝΑΡΚΑΙ».

« Περνάγαμε με τα μηχανάκια», διηγόταν ο Καραχάλιος, «και λέγαμε: φαντάσου να πέσεις, προς την πλαγία κάτω, και να βρεθείς μέσα στο ναρκοπέδιο!». Στην κορυφή του βουνού, ένα μοναχικό φυλάκιο, με ένα μοναχικό φαντάρο, που μας πήρε τα ονόματα και σημείωσε τους αριθμούς των αυτοκινήτων. Τυπική διαδικασία, διάρκειας δυο λεπτών. Τι να φοβηθούμε πια από τη Βουλγαρία...

Από εκεί και πέρα, ο δρόμος φάρδαινε κατεβαίνοντας για να συναντήσει την άσφαλτο προς Αχλαδοχώρι. Δρόμος ιδανικός για οδήγηση - τι κι αν το τοπίο δεν έλεγε πλέον τίποτε. Άφησα όμως προσωπικά το μικρό μοχλό του Suzuki στη θέση 4H της τετρακίνησης, γιατί στα γαρμπίλια τύπου... ρουλεμάν δεν σηκώνει και πολλά αστεία, ιδίως αν έχεις μπροστά σου ολόκληρο το ταξίδι. Άλλωστε δεν είχαμε έρθει εδώ για «παντιές», αλλά για «τράιαλ», που θα το δοκιμάζαμε μάλιστα πολύ γρήγορα...

Άσφαλτος, Αχλαδοχώρι, Καρυδοχώρι, κι από κει πάλι χώμα σ’ ένα τοπίο πανέμορφο, μέσα στο δάσος, ανάμεσα στα βουνά Όρβηλος και Βροντού. Έλατα, οξιές, φτέρες και -που και που- μεγάλοι, λείοι ογκόλιθοι, σαν τα Μετέωρα υπό κλίμακα. Και ανάβαση ψηλά, μέχρι τα 1200+ μέτρα. Η ερημιά πλήρης, πρόγευση για τη Ροδόπη. Πράγμα φυσικό, αφού τα 20 αυτά χιλιόμετρα δεν σημειώνονται καν στους οδικούς χάρτες (όπως δεν σημειώνονται και τα 16 από Άγκιστρο μέχρι Αχλαδοχώρι). Κρατήστε, λοιπόν, το road book αν σκοπεύετε κάποτε να πάτε. Κι αν πάτε παρέα, με περισσότερα του ενός αυτοκίνητα, ας περιμένει ο καθένας τον επόμενο στις διασταυρώσεις- όπως κάναμε κι εμείς, αφού με τη σκόνη δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε ο ένας τον άλλον από κοντά. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που βλέπετε να φιγουράρει το Jeep επικεφαλής της πομπής στις περισσότερες φωτογραφίες: στα άλλα τρία σήκωνε να κλείσεις τα παράθυρα και να έχεις τον κλιματισμό να δουλεύει. Πραγματικά, το αιρ κοντίσιον δούλεψε υπερωρία στους χωματόδρομους -και όχι μόνο- όλες αυτές τις μέρες. Λάβετέ το υπ’ όψη σας, αν σχεδιάζετε καλοκαιρινές εξορμήσεις, ακόμα και στα ψηλότερα και πιο υγρά βουνά.

Αιρ κοντίσιον και... Κάτω Νευροκόπι Δράμας είναι δυο έννοιες, που ακουστικά δεν ταιριάζουν καθόλου. Αυτό δεν είναι το μέρος όπου σημειώνονται οι χαμηλότερες θερμοκρασίες στην Ελλάδα; Ναι, αλλά όχι το καλοκαίρι, όπου κι εδώ σκάει ο τζίτζικας. Η ειρωνεία μάλιστα ήταν ότι το Νευροκόπι, παρά τη φήμη του, δεν είχε να μας προμηθεύσει ούτε πάγο για τα ψυγεία μας. Γενικά, να έχετε υπ’ όψη σας ότι το πρόβλημα της προμήθειας πάγου, που λύνεται τόσο εύκολα στα παράλια μέρη, είναι πολύ δύσκολο να λυθεί στα μεσόγεια και ορεινά. Χάρη στο γνωστό «ελληνικό δαιμόνιο», όμως, βρήκαμε τη λύση. Για να μη μας χαλάσουν τα κρέατα, τυριά και συναφή, που είχαμε αφειδώς αγοράσει (ακολουθώντας το παραδοσιακό σλόγκαν των σπάταλων: «Να περισσεύει, να μη λείπει» ): Ψάξαμε βαθιά στον πάτο των ψυγείων για τα παγωτά και βρήκαμε πλαστικά μπουκάλια του 1,5 λίτρου με νερό εντελώς παγωμένο, πέτρα. Δυο τέτοια μπουκάλια σε κάθε ψυγείο πάγου και το πρόβλημα λύθηκε -με τη βοήθεια και της νυχτερινής θερμοκρασίας πάνω στα βουνά, που έπεφτε και κάτω από τους 10 βαθμούς.

Εκτός από πάγο, βέβαια, στο Νευροκόπι -που ήταν και το τελευταίο πολιτισμένο μέρος πριν τα βουνά- έπρεπε να προμηθευτούμε και κάτι άλλο πολύ βασικό: βενζίνη. Ξεχείλισαν, λοιπόν, ρεζερβουάρ και μπιτόνια, ελέγχθηκαν οι πιέσεις στα λάστιχα (και τις ρεζέρβες) και ήμασταν πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την επόμενη φάση, που άκουγε στο όνομα «off roading».

 Το road book, μετά την Αχλαδιά, τη Μικροκλεισούρα, τους Ποταμούς και πριν τη Μικρομηλιά, σημείωνε πως στρίβουμε αριστερά σε χωματόδρομο. Αλλά ποιος δρόμος, τον είχαν φάει εντελώς οι βροχές και τα χιόνια του χειμώνα, μεταβάλλοντάς τον σ’ ένα τεράστιο νεροφάγωμα, με δεξιά κι αριστερά του όλο μεγάλες, φυτευτές αλλά και χαλαρές πέτρες. Χώρια τα χόρτα κι οι θάμνοι. Κανονικό αυτοκίνητο δεν θα προχωρούσε ούτε δυο μέτρα. Εδώ τα τζιπ και πήγαιναν «σταμάτα- ξεκίνα» με το κοντό κιβώτιο. Και το Terios, που δεν έχει κοντές, βοηθητικές σχέσεις; Ευτυχώς, είναι ψηλό, στενό, με μεγάλους τροχούς και με κοντή 1η ταχύτητα. Δεν έδειξε να δυσκολεύεται καθόλου, καθώς ακολουθούσε τα πατήματα του -πάντα προπορευόμενου- Wrangler.

 Εδώ το Jeep ήταν επικεφαλής, όχι πια γιατί δεν είχε κλιματισμό, αλλά γιατί αυτή ήταν η φυσική του θέση. Δεν ήταν μόνο οι εκτός δρόμου δυνατότητές του που το έκαναν το πιο κατάλληλο για εμπροσθοφυλακή, αλλά και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: ένα τέτοιο, απλό και πρωτόγονο 4Χ4 δεν φοβάσαι μην το γδάρεις, μην το ακουμπήσεις, μην το ψιλοχτυπήσεις. Είναι αφενός ο χαρακτήρας του (οι γρατσουνιές... του πάνε) και αφετέρου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Wrangler έχει μαλακούς, πλαστικούς «προφυλακτήρες» γύρω- γύρω, που παραμορφώνονται και μετά επανέρχονται στη θέση τους σα να μην έχει συμβεί τίποτα.

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος που δεν βάζαμε προπομπό το Land Cruiser, παρότι το μεγάλο Toyota μπορεί να «ισοπεδώνει» κάθε δρόμο, όσο άσχημος κι αν είναι. Πού να ανοίγει δρόμο αυτό το πλοίο και να γδέρνεται στα κλαδιά. Θα μας καιγόταν η καρδιά (γι’ αυτό και δεν μας άρεσαν τα δέρματα και το ξύλο στο σαλόνι του συγκεκριμένου αυτοκινήτου- δεν του πήγαιναν). Αλλά και το Grand Vitara το λυπόμασταν, και μάλιστα περισσότερο καθώς είναι πιο χαμηλό και- έχοντας χαμηλώσει ακόμα περισσότερο από το φορτίο- έβρισκε συχνά κάτω. Σε μια δυο περιπτώσεις μάλιστα, χρειάστηκε διπλή προσπάθεια για να περάσει από τα δύσκολα σημεία. Χώρια που τα φαρδιά και «χαμηλοπρόφιλα» λάστιχά του ήταν τα πιο ευάλωτα στις πέτρες. Αργότερα θα μας σκιζόταν ένα, αλλά αυτό ευτυχώς ήταν το μόνο σχετικό πρόβλημα που είχαμε με τα 4 αυτοκίνητα. Από άλλου είδους προβλήματα, το μόνο που αντιμετωπίσαμε είχε πάλι να κάνει με το Suzuki: Κάποιο κλαδί -κατά πάσα πιθανότητα- έβγαλε από τη θέση του το σωληνάκι υποπίεσης που ενεργοποιεί τις αυτόματες πλήμνες των μπροστινών τροχών, με αποτέλεσμα να μείνουμε με την κίνηση μόνο πίσω. Ευτυχώς, ο Βάης δεν μασάει με κάτι τέτοια, έπεσε από κάτω, εντόπισε το πρόβλημα, ξανάβαλε το σωληνάκι στη θέση του και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Ηθικό δίδαγμα όλων των ανωτέρω: Η «επιβατική» αίσθηση και η απόδοση στην άσφαλτο πληρώνονται αλλού. Όποιος θέλει να κάνει σοβαρό «off roading» με αυτοκίνητα σαν το Grand Vitara (που δεν νομίζουμε ότι θα υπάρξει κανένας) παίρνει τα μέτρα του και τα εφοδιάζει τουλάχιστον με άλλα λάστιχα, πιο ψηλά, στενά και τρακτερωτά. Αλλιώς, παίρνει Samurai και δεν τον νοιάζει τίποτα (πλην, φυσικά της διαδρομής στην άσφαλτο, μέχρι να φτάσει στα βουνά...).

Με όλα αυτά, όμως, ξεφύγαμε από την περιγραφή του τοπίου. Που ήταν φανταστικό με όλη τη σημασία της λέξης: αυτό ακριβώς είχα στη φαντασία μου από παιδί, όταν άκουγα τη λέξη δάσος. Διαφόρων ειδών δέντρα, φυλλοβόλα και κωνοφόρα, μια απίστευτη ποικιλία θάμνων και λουλουδιών (με μελισσοειδή και πεταλούδες να τα τριγυρίζουν), αγριοφράουλες, σμέουρα, φτέρες, ψηλό και πυκνό χόρτο, ρυάκια να τρέχουν... Η άνοιξη σε όλο της το μεγαλείο, τέλη Ιουλίου! Σε όλη τη Ροδόπη -και τη γυρίσαμε- δεν είδαμε ούτε ένα ξερό φύλλο, ούτε ένα κιτρινισμένο χορταράκι. Κι από ζώα; -θα ρωτήσετε. Λογικό θα ήταν αν μη συναντούσαμε, αφού όσο έπιανε το μάτι έβλεπες δασωμένα βουνά - χαζά θα ήταν τα ζώα να βγουν στον δρόμο; Και όμως, οι εκάστοτε προπορευόμενοι με το Jeep είδαν αντίστοιχα μια μικρή αρκούδα κι ένα μεγάλο αγριόχοιρο. Ο δεύτερος, μάλιστα, σταμάτησε και μπήκε απερίσκεπτα στο δάσος για να... φωτογραφίσει το αγριογούρουνο. Άγιο είχε που δεν βρέθηκε να τον κυνηγά το κοπάδι (χώρια που δεν έβγαλε και τη φωτογραφία, αλλά τουλάχιστον είχε μαζί του μάρτυρα για του λόγου το αληθές).

Μιλώντας για ζώα, βέβαια, όπως μαντεύετε δεν τα ψάχνουν μόνο οι φυσιολάτρες σαν κι εμάς για να τα φωτογραφίσουν, αλλά τα ψάχνουν δυστυχώς και ορδές κυνηγών με εντελώς άλλο σκοπό. « Έχουν έτοιμα στημένα κιόσκια για καρτέρι, πάνω από κει που πάνε να πιουν νερό τα γουρούνια», μας έλεγαν αργότερα ξυλοκόποι της περιοχής, «ακόμα και τους κορμούς των δέντρων έχουν πλανίσει, ώστε να κάθονται εκεί να ξύνονται και να δίνουν στόχο». Από εμένα ουδέν σχόλιον...

Αρκούδες και αγριόχοιρους μπορεί να μην είστε τυχεροί σαν κι εμάς και να μη δείτε στη Ροδόπη, αλλά σίγουρα θα δείτε σημύδες. Τα ίσια και λυγερά αυτά δέντρα, με τον ασπριδερό κορμό και τα λεπτά, στρογγυλά φυλλαράκια, είναι συνηθισμένα στις βόρειες χώρες, αλλά δεν υπάρχουν καθόλου στις μεσογειακές. Το νοτιότερο μέρος που τα συναντάς είναι ακριβώς εδώ, στα δάση της Δυτικής Ροδόπης.

Στάση, λοιπόν, για να φωτογραφίσουμε τα αυτοκίνητα κάτω από τις πρώτες σημύδες, μετά πάλι «τράιαλ» στα κατσάβραχα. «Αν είναι έτσι όλοι οι δρόμοι», σκεπτόμουν, «την έχουμε άσκημα». Γιατί, εκτός του ότι χρειάζεται να έχεις συνεχώς την προσοχή σου τεταμένη (και εκτός του ότι όλα τα πράγματα που μεταφέρεις κοπανιούνται αλύπητα και ανακατεύονται), δεν προχωράς κιόλας. Για να καλύψουμε τα 12,5 χιλιόμετρα αυτού του «δρόμου», θα βάλαμε πάνω από μια ώρα. Όταν όμως φτάσαμε πλέον στη διασταύρωση με το φαρδύ (σχετικά) κεντρικό δασικό δρόμο, ο Καραχάλιος φρόντισε να μας καθησυχάσει: «Σας έβαλα να κολυμπήσετε με την πρώτη στα βαθιά, για να σας φαίνονται μετά όλοι οι δρόμοι αουτομπάν».

Ενώ όμως ησυχάσαμε εμείς, άρχισε να ανησυχεί αυτός. Γιατί τα τοπία δεν ήταν όπως τα θυμόταν την τελευταία φορά. Τα δάση τα εκμεταλλεύονται για υλοτομία κατά περιοχές, και τώρα είχε έρθει η σειρά αυτής ακριβώς της περιοχής της Ροδόπης. Αποτέλεσμα: Χωματουργικά μηχανήματα είχαν φαρδύνει τους δρόμους και είχαν καθαρίσει και ανοίξει τα πλατώματα που σημειώνονταν στο road book σαν σημεία κατάλληλα για καταυλισμό. Και όταν φτάσαμε στο εργοτάξιο όπου παλιά υπήρχε πηγή για να πάρουμε νερό, το νερό το είχαν διοχετεύσει με σωλήνες μέσα στα παραπήγματα. Είδαμε και πάθαμε να το βρούμε από αλλού και να γεμίσουμε τους ασκούς και τα άλλα δοχεία.

Οι αλλαγές στο τοπίο μας χάλασαν και κάτι άλλο που είχαμε στο νου μας. «Πλάτωμα - καλύβα - Camp -τσόντα», σημείωνε το road book και ο Καραχάλιος μας είχε εξηγήσει ότι, όταν είχε πρωτοβρεί την καλύβα, είχε ανακαλύψει μέσα βουλγάρικα... τσοντοπεριοδικά της αισχίστης υποστάθμης. Είχε υποσχεθεί, μάλιστα, πως θα έφερνε μαζί του ένα από αυτά (που το είχε μαζέψει από τότε) για να στήσουμε φωτογράφηση. Ούτε το περιοδικό, όμως, θυμήθηκε να φέρει, ούτε στην καλύβα ήθελε να σταματήσει, μπας και βρίσκαμε τίποτε άλλα. Είχε σπαστεί από τη ζημιά που είχαν κάνει στο μέρος οι μπουλντόζες και τα φορτηγά, οπότε ελήφθη η μεγάλη απόφαση: Αλλαγή πλάνων και συντόμευση της διαδρομής, ώστε να κατασκηνώσουμε στο Στραβόρεμα, που το είχαμε προγραμματίσει για την επόμενη μέρα.

Στραβόρεμα. Από τα πιο γνωστά μέρη της Δυτικής Ροδόπης. Και δικαίως, γιατί είναι το πιο όμορφο δασικό τοπίο που ξέρω στην Ελλάδα. Έχετε πάει στα Περτουλιώτικα Λιβάδια; Ε, πολλαπλασιάστε την ομορφιά επί δύο και θα έχετε το Στραβόρεμα, τη χλοερή μικρή κοιλάδα, με τα δάση γύρω -γύρω και στη μέση το ήρεμο ποταμάκι, με την αμμουδερή κοίτη, να κάνει τους μαιάνδρους του. Υπάρχουν έτοιμες εγκαταστάσεις για κατασκήνωση, αλλά φυσικά τις αποφύγαμε και στήσαμε τις σκηνές πιο κάτω, ακριβώς δίπλα στο ποταμάκι. Κάτω από τα έλατα (1200+ μέτρα το υψόμετρο), μέσα στα χόρτα και τα λουλούδια. Ιδανικά. Ή μάλλον σχεδόν ιδανικά, γιατί η οργιώδης ανοιξιάτικη φύση έχει και δυο άλλες, λιγότερο ευχάριστες πλευρές. Η πρώτη είναι τα έντομα: τάβανοι ή τζιβίνια ή μουριέλες ή όπως αλλιώς ονομάζονται τα μεγάλα μυγοειδή με τα πράσινα ριγωτά μάτια, που κάνουν κατά εκατοντάδες την επίθεσή τους μόλις σουρουπώσει και σε ταράζουν στο τσίμπημα. Η δεύτερη δυσάρεστη πλευρά είναι η υγρασία και το κρύο. Άφρονα θήλεα μέλη της αποστολής, που δεν είχαν φροντίσει να πάρουν ζεστά ρούχα και σλίπινγκ- μπάγκς, έπαιζαν μπιρίμπα όλη τη νύχτα στη σκηνή για να ζεσταίνονται και το πρωί πήραν το πρώτο... Land Cruiser για Παρανέστι και Δράμα. Nine little, eight little, seven little Indians... κι απόμεινα έξι. Τουλάχιστον μας δόθηκε η ευκαιρία να οδηγήσουμε το μεγάλο Toyota σε γρήγορους ρυθμούς στο χωματόδρομο. Και οι εμπλεκόμενοι είχαν να λένε για το πόσο εύκολα και σίγουρα ελεγχόταν το γιαπωνέζικο πλοίο. «Λίγο αφήνεις το γκάζι, μόλις που γυρίζει, μετά ξαναπατάς και φεύγεις. Είχα αμφιβολίες, έλεγα μήπως τα παραλένε για το Cruiser, αλλά τελικά αξίζει τα είκοσι... μύρια, αν τα έχεις».

Ας μην προτρέχουμε, όμως, αυτά έγιναν την άλλη μέρα. Εμείς είχαμε μείνει στο στήσιμο του καταυλισμού. Και καταυλισμός χωρίς φωτιά δεν γίνεται. Υπήρχαν πινακίδες που απαγόρευαν το άναμμα φωτιάς, αλλά από τα σημάδια φαινόταν καθαρά όπως όλοι οι προηγούμενοι είχαν αγνοήσει την απαγόρευση. Εμείς τουλάχιστον, πήραμε μέτρα, ανάβοντας ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, με απίκου κουβάδες με νερό και τους πυροσβεστήρες των αυτοκινήτων σε πρώτη ζήτηση.

Προηγουμένως, βέβαια, είχαμε μαζέψει ξύλα - το πιο εύκολο πράγμα στο δάσος, με όλα αυτά τα δέντρα που πέφτουν το χειμώνα. Επιστρατεύτηκε το Jeep για να τα φέρει και το ακούσαμε να έρχεται πολύ πριν το δούμε, καθώς έσερνε πίσω του μερικά ξερά δεντράκια που σβάρνιζαν το δρόμο. Μετά επιστρατεύτηκαν οι σέγες και τα τσεκούρια, που δεν μας είχαν χρειαστεί για να ανοίξουμε το δρόμο από πεσμένα δέντρα (ευτυχώς) και έπρεπε κάπως να αποσβεστούν. Οι 30 χοιρινές, το ψαχνό για σουβλάκια και τα λουκάνικα Θεσσαλίας περίμεναν, και έπρεπε να καταναλωθούν όσο το δυνατό πιο γρήγορα, γιατί η κατάσταση με τον πάγο ήταν πείζουλη. Μια τέτοια κραιπάλη είναι, βέβαια, εκτός συζητήσεως στην πόλη, αλλά στο βουνό χρειάζεται για να έχεις θερμίδες να περάσεις τη νύχτα.

Το πρόγραμμα προέβλεπε έτσι κι αλλιώς εκδρομές με βάση το camp, και το Στραβόρεμα προσφέρεται γι’ αυτό. Καθώς το ένα αυτοκίνητο είχα φύγει για... δρομολόγιο (Παρανέστι), τα άλλα τρία ξεκίνησαν για το Ε.Φ. Τσάκαλος, το ελληνικό φυλάκιο στην κορυφή του βουνού, πάνω από το δάσος του Καράντερε. Τα χιλιόμετρα λίγα και η διαδρομή εύκολη, οπότε αξίζει να πάτε, αν βρεθείτε από κει, όχι μόνο για την ομορφιά και τη θέα του μέρους, αλλά και για να δώσετε λίγη ποικιλία στη ζωή των φαντάρων, που «λαλάνε» εκεί στην ερημιά.

Φυσικά΄, τώρα που ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει και οι σχ’εσεις μας με τη Βουλγαρία είναι καλές, ο ρόλος των φυλακίων αυτών είναι μάλλον τυπικός. «Επανδρώνονται και λειτουργούν μόνο το καλοκαίρι», μας εξήγησε ο επικεφαλής έφεδρος, «γιατί το χειμώνα εδώ στα 1828 μέτρα ποιος μπορεί να περάσει;». Μόνο κυνηγοί βρίσκουν καμιά φορά κατάλυμα στις εγκαταστάσεις. Αλλά και το καλοκαίρι πως να πάρεις χαμπάρι και να σταματήσεις τυχόν λαθρομετανάστες, με τα πυκνά δάση που εκτείνονται γύρω; «Μου είπαν πως, πριν από 40 χρόνια, τα βουνά γύρω ήταν αποψιλωμένα, για να μπορούν να ελέγχουν από εδώ την περιοχή. Τώρα πώς να ελέγξεις;». Αλλά οι Βούλγαροι δεν ενδιαφέρονται καν να ελέγξουν. « Λέγετε πως μπήκαν πρόσφατα κάποιοι δικοί μας στρατιώτες στην Βουλγαρία και φτάσανε έξω από αυτό το χωριό που βλέπετε, χωρίς κανείς να τους σταματήσει».

Είχαμε ανέβει στην κορυφή, στον βράχο πάνω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, και αγναντεύαμε κάτω από τα πόδια μας τη Βουλγαρία. Η άλλη πλευρά της Ροδόπης είχε φανερά τα σημάδια της ανθρώπινης επέμβασης: δρόμοι, αποψιλωμένα ξέφωτα, χωριά, μια τεχνητή λίμνη στο βάθος. Από τη δική μας τη μεριά, μόνο δάση - και δεξιά μας, μακριά, η κορυφή Ζαγκραντένια με το μόνο εντελώς παρθένο δάσος στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν θα πηγαίναμε, γιατί δεν είχαμε μαγειρέψει πριν πεινάσουμε. Έπρεπε να είχαμε βγάλει άδεια από το δασαρχείο Δράμας, και τώρα δεν προλαβαίναμε να το κάνουμε.

Αποχαιρετήσαμε τα φαντάρια ευχαριστώντας τους για τις περιποιήσεις τους, και φύγαμε ξανά για κάτω. Χωρίς φυσικά να πάρουμε φωτογραφίες, αφού απαγορεύεται - αν και πολύ μας «γαργαλούσε» το να βάλουμε το παλιό πολεμικό τζιπ που υπήρχε εκεί, δίπλα στα δικά μας για ένα «ενσταντανέ».

Πίσω στον καταυλισμό, στο Στραβόρεμα, αλλά ήταν ακόμα νωρίς για άραγμα. «Δεν πάμε για εξερεύνηση στο δάσος με το Wrangler;», πρότεινε ο Πετρίδης. Κι εγώ δέχτηκα, διαπράττοντας εν γνώσει μου ένα βασικό σφάλμα: Ποτέ δεν πηγαίνεις για εξερεύνηση εκτός δρόμου με ένα μόνο αυτοκίνητο, όπως ποτέ δεν [πηγαίνεις μονάχος για κατάδυση. Καθώς, λοιπόν, τα λάθη σου συνήθως τα πληρώνεις, ήμουν σχεδόν σίγουρος πως θα κολλούσαμε. Όπως και έγινε.

Στη Ροδόπη, υπάρχουν δεκάδες μικροί δασικοί δρόμοι, που αν τη συγκεκριμένη εποχή δεν υλοτομείται το αντίστοιχο μέρος του δάσους, εγκαταλείπονται. Αποτέλεσμα: τους τρώνε τα νερά, ενώ στα επίπεδα σημεία φυτρώνουν επάνω τους από χόρτα και φτέρες μέχρι μικρά έλατα. Έναν τέτοιο δρόμο πήραμε, με αποτέλεσμα το Jeep να βρεθεί ξαφνικά με τη μούρη μέσα σε ένα βαθύ ρυάκι που δεν φαινόταν από τη βλάστηση. Τι σπρώξαμε, τι αποψιλώσαμε, τι κορμούς μετακινήσαμε κάτω από τις ρόδες, τίποτα... Και καθώς όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, έφυγα πεζός για βοήθεια. Η βοήθεια, που ήρθε με τη μορφή του Land Cruiser, χρειάστηκε και τους δυο ιμάντες, τον ένα δεμένο στην άκρη του άλλου, για να μπορεί να πατάει σε στέρεο έδαφος ώστε να τραβήξει. Να γιατί λοιπόν, το bulletin των προμηθειών ανέφερε δύο ιμάντες. Να έχετε υπ’ όψη σας ότι οι ιμάντες αυτοί πρέπει να είναι και μεγάλου μήκους (ο ένας τουλάχιστον 10 μέτρων). Έμενε μόνο μια μέρα ακόμα πριν αρχίσει το ταξίδι του γυρισμού, οπότε έπρεπε να μετακινηθούμε από το Στραβόρεμα και να πάμε ανατολικά, για να δούμε και την άλλη πλευρά της Δυτικής Ροδόπης. Κατηφορίσαμε τον κεντρικό δρόμο, αγγίζοντας τον «πολιτισμό» καθώς περάσαμε από Θερμιά, με τα λουτρά τους - αν κι εδώ ακόμα, οι παράγκες των παραθεριστών σε γύριζαν δεκαετίες ολόκληρες πίσω. Μετά πάλι αριστερά και ανηφορίσαμε το δασικό προς Στάμνα, Λεπίδα και Μπαρτάκοβα. Σε λίγο τον εγκαταλείψαμε κι αυτόν και πήραμε ένα έρημο, περιφερειακό δρομάκο, πάνω στην πλαγιά απέναντι στα σύνορα. Στα αυτιά μας βουλγάρικα μουσική, από το μόνο σταθμό που έπιανε το ραδιόφωνο, και όσο έκοβε το μάτι μας δάση από πανύψηλα και ευθυτενή μαυρόπευκα. Άλλη βλάστηση εδώ, εξίσου οργιώδης, αλλά η ανθρώπινη παρέμβαση πιο έντονη: Κοπάδια από αγελάδες και υλοτομία μεγάλης κλίμακας. Με μια ομάδα υλοτόμων συναντηθήκαμε στην Μπαρτάκοβα. Μη νομίσετε πως πρόκειται για κανένα χωριό και το ψάχνετε στον χάρτη. Χωριά δεν υπάρχουν ψηλά στην Ροδόπη. Η Μπαρτάκοβα είναι απλά μια τοποθεσία με καλύβες ξυλοκόπων και νερό. Οι ξυλοκόποι μας κάλεσαν στη σκιά, κάτω από το στέγαστρό τους, να μας κεράσουν.

«Δουλεύουμε τρεις μήνες το χρόνο», μας είπαν, «από τον Μάη - Ιούνη, που στρώνει ο καιρός, μέχρι τον Σεπτέμβρη που ξαναρχίζουν τα κρύα και οι βροχές». Μένουν σε πρόχειρες καλύβες από ξύλα, κλαδιά και νάιλον ή σε μεγάλα, ιδιόκτητα τροχόσπιτα που τα φέρνουν οι ίδιοι εκεί. «Παίρνουμε εργολαβία ένα τμήμα του δάσους, οι δασολόγοι μαρκάρουν τα δέντρα κι εμείς τα κόβουμε. Με τη ρέγουλά μας, με δικό μας ρυθμό και ωράριο». Και τον υπόλοιπο χρόνο τι κάνετε; «Ζούμε από το ταμείο ανεργίας».

Σε προηγούμενη εξόρμησή τους εκεί κοντά, οι Καραχάλιος και Βάης είχαν ανακαλύψει ένα παλιό, πανέμορφο μονοπάτι που έβγαζε κατευθείαν στα σύνορα. Έφυγαν να το ψάξουν, αλλά αργούσαν πολύ να γυρίσουν. Τελικά επέστρεψαν απογοητευμένοι: « Κι αυτό το έχουν καταστρέψει, το έχουν φαρδύνει με τις μπουλντόζες για να έρχονται τα φορτηγά να παίρνουν τα ξύλα». Είχαν όμως μιαν άλλη ιστορία να διηγηθούν: «Ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά μας δυο στρατιώτες. Νομίσαμε ότι ήταν δικοί μας, αλλά είδαμε το εθνόσημο στη ζώνη και καταλάβαμε ότι ήταν Βούλγαροι. Πρέπει να ήμασταν σε ελληνικό έδαφος, αλλά δεν έδειχναν να νοιάζονται και επιχείρησαν χαμογελαστοί, να μας πιάσουν την κουβέντα. Αδύνατον όμως να συνεννοηθούμε, αφού δεν μιλούσαν παρά μόνο βουλγάρικα. Εμείς σπεύσαμε να φύγουμε, αφού ήταν και οπλισμένοι, οπότε έφυγαν κι αυτοί πίσω στην Βουλγαρία. Μάλλον τσιγάρα θα ήθελαν.».

Ορίστε, λοιπόν, άλλη μια απόδειξη ότι δεν υπάρχει πλέον ο «από βορά κίνδυνος».

Το κακό είναι ότι, αν περάσεις πρώτα από το Καράντερε και το Στραβόρεμα, κακοσυνηθίζεις. Η ανατολική πλευρά του βουνού είναι κι αυτή όμορφη, αλλά το ότι δεν είναι τόσο παρθένα και ήσυχη τελικά σε πειράζει. Είδαμε και πάθαμε να βρούμε που να κατασκηνώσουμε το τελευταίο βράδυ, και παρότι το μέρος που καταλήξαμε ήταν ωραίο με απόλυτα κριτήρια, για μας ήταν απογοητευτικό. Κάτι τα... ίχνη των αγελάδων, που υπήρχαν παντού, κάτι τα φορτηγά που περνούσαν από τον κεντρικό δρόμο, στα 200 μέτρα (αραιά και που, μη φανταστείτε ότι είχε κίνηση), η μαγεία της τοποθεσίας πήγαινε για μας περίπατο. Το ίδιο και η μαγεία του δρόμου, που πήραμε την άλλη μέρα για τον γυρισμό, καθώς δεν είχε απλά σκόνη, αλλά ένα παχύ στρώμα πούδρας, από τα βαριά φορτηγά και τους κορμούς, που τον όργωναν καθημερινά.

Όλα ήταν όμως θέμα εντύπωσης. Τα δάση γύρω συνέχιζαν να είναι παρθένα, όπως μας απέδειξε το αγριογούρουνο που πετάχτηκε στον δρόμο και έτρεχε δίπλα στο Wrangler για αρκετά μέτρα, πριν χαθεί ξανά μέσα στις φυλλωσιές. Και να φανταστείτε ότι αυτό συνέβη πολύ κοντά στα Διπόταμα, στο πρώτο χωριό που συναντήσαμε στον δρόμο μας προς τον «πολιτισμό». Λίγο μετά φτάσαμε στην άσφαλτο και στο χωριό Πρασινάδα, αλλά δεν θέλαμε να αφήσουμε τη Ροδόπη έτσι γρήγορα και άδοξα. Ξαναπήραμε, λοιπόν, την ανηφόρα προς το μοναστήρι της Σίλης, για να δημιουργήσουμε αποθέματα δροσιάς κάνοντας μπάνιο στον παραπόταμο του Αρκουδορέματος, που κατεβαίνει κατευθείαν από την Μπαρτάκοβα.

Λουσμένοι πλέον και δροσισμένοι, πήραμε την άσφαλτο για το Παρανέστι, την ουσιαστική αφετηρία μας για το γυρισμό, αφού εκεί γεμίσαμε τα αυτοκίνητα βενζίνη. Γεμίζοντας τα ρεζερβουάρ και βγάζοντας τα κομπιουτεράκια μας, συνειδητοποιήσαμε τι σημαίνει να πηγαίνεις με 1η - 2η ή με τις βοηθητικές σχέσεις για ώρες πάνω σε δύσβατους χωματόδρομους. Το συνήθως οικονομικό Terios είχε κάψει 16,4 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, το Wrangler 22, το Grand Vitara 24 και το Land Cruiser 26,4! Γι’ αυτό και ήδη είχαμε καταφύγει στα εφεδρικά μπιντόνια.

Αυτό ήταν λοιπόν. Μετά από ένα διάλειμμα τεσσάρων ημερών, τα κεφάλια πάλι μέσα. Στο γραφείο, στο καυσαέριο, στη ζέστη, στις πυρκαϊές. Με μια παρήγορη, τουλάχιστον, σκέψη στο μυαλό: Ότι όταν πια, όλη η Ελλάδα θα έχει καεί, ίσως να εξακολουθεί να υπάρχει - έστω και μακριά, στα βόρεια σύνορα- ένα δάσος που να θυμίζει πως ήταν η χώρα μας λίγες δεκαετίες πριν, όταν ακόμα δεν υπήρχαν η μανία της «αξιοποίησης» και οι «πιέσεις για δεύτερη κατοικία». Ένα δάσος, που θα έχει σωθεί αν έχει παραμείνει παραγωγικό, αλλά παραγωγικό με πρόγραμμα. Αν βέβαια μπορέσει να διατηρηθεί σε εφαρμογή κάποιο πιο μακρόπνοο πρόγραμμα, στη χώρα του «να τα φάμε όλα, και να τα φάμε τώρα»...